См. также в других словарях:
φαληριώ — άω, Α (ποιητ. τ.) είμαι λευκός («κύματα κυρτὰ φαληριόωντα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φάληρος / φάλαρος «λευκός» + κατάλ. ιῶ / ιάω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια ή κατάσταση σώματος (πρβλ. ὠχρ ιῶ)] … Dictionary of Greek
φλογιώ — (I) άω, Α (ιατρ. όρος) ερεθίζομαι και κοκκινίζω, παθαίνω φλόγωση («τότε μᾱλλον τὸ πρόσωπον φλογιᾷ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. φλόξ, φλογός με κατάλ. ιῶ / ιάω (πρβλ. ὠχρ ιῶ) ή αποτελεί παρ. τής λ. φλογιά]. (II) έω, Α [φλόξ … Dictionary of Greek
φρικιώ — φρικιῶ, άω, ΝΜΑ ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω νεοελλ. 1. αισθάνομαι φρίκη 2. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ελαφρά κύμανση υδάτινης επιφάνειας, ανατρίχιασμα, ρίγος» + κατάλ. ιῶ / ιάω, δηλωτική ασθένειας ή… … Dictionary of Greek
φυματιώ — άω, Ν είμαι φυματικός, πάσχω από φυματίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύμα, φύματος + κατάλ. ιώ (< αρχ. κατάλ. ιῶ / ιάω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια), πρβλ. ωχρ ιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
χλωριώ — άω, Α ωχριώ, χλομιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρός + κατάλ. ιῶ/ ιάω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια ή σωματική κατάσταση (πρβλ. ὠχρ ιῶ)] … Dictionary of Greek