-
1 ωτις
- ίδος ἥ зоол. (предполож.) дрофа ( Otis tarda) Xen., Arst., Plut. -
2 ωτίς
(-ίδος) η1) архит. консоль, кронштейн; 2) тех фланец; зажим; проушина -
3 αμφωτις
-
4 επαρχιώτης
ο, επαρχιώτισσα [-ώτις (-ιδος)] η провинциал, -ка -
5 ηλικιώτης
ο, -ώτις (-ιδος) η ровесни|к, -ца -
6 νησιώτης
ο, νησιώτισσα [-ώτις (-ιδος)] η островитян]ин, -ка
См. также в других словарях:
ὠτίς — bustard fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτίς — ίδος, η, / ὠτίς, ΝΜΑ βλ. ωτίδα … Dictionary of Greek
ὠτίδα — ὠτίς bustard fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτίδας — ὠτίς bustard fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτίδες — ὠτίς bustard fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτίδι — ὠτίς bustard fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτίδος — ὠτίς bustard fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτίδων — ὠτίς bustard fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτίσιν — ὠτίς bustard fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασιώτις — λασιῶτις, ιδος, ἡ (Α) (για περιοχή) κατάφυτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + κατάλ. ῶτις (πρβλ. δενδρ ώτις, ηπειρ ώτις)] … Dictionary of Greek
φλοιώτις — ώτιδος, ἡ, Α αυτή που αποτελείται ή καλύπτεται από φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + κατάλ. ῶτις, θηλ. τής κατάλ. ώτης (πρβλ. πατρι ῶτις, στρατι ῶτις)] … Dictionary of Greek