Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὠτοκάταξις

См. также в других словарях:

  • ὠτοκάταξις — a boxer with thick fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωτοκάταξις — άξιδος, ὁ, Α (για πυγμάχο) αυτός που έχει σπασμένα αφτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κάταξις (< κατάγνυμι «συντρίβω») + κατάλ. ις, ιδος] …   Dictionary of Greek

  • ὠτοκατάξιδες — ὠτοκάταξις a boxer with thick fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠτοκάταξιν — ὠτοκάταξις a boxer with thick fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωτοθλαδίας — και ὠτοκλαδίας, ὁ, Α ὠτοκάταξις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + θλαδίας* (< θλῶ «συντρίβω, τσακίζω»), ενώ ο τ. ὠτο κλαδίας από το ρ. κλῶ «σπάω» (πρβλ. κλάδος)] …   Dictionary of Greek

  • ωτοκαταξίας — ὁ, Α ὠτοκάταξις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κάταξις (< κατάγνυμι «συντρίβω») + κατάλ. ίας] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»