-
1 ωτοκάταξις
-
2 ὠτοκάταξις
-
3 ὠτοκάταξις
A a boxer with thick or 'cauliflower' ears, Ar.Fr.98, cf. Poll.2.83, EM826.28, Suid. ( ὠτοκαταξίας is f.l. in Poll.4.144).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠτοκάταξις
-
4 ωτοκατάξιδες
-
5 ὠτοκατάξιδες
-
6 ωτοκάταξιν
-
7 ὠτοκάταξιν
-
8 οὖς
οὖς (nom. sg. freq. in IGIl(2).161 B126, al. (Delos, iii B. C.), v. sub fin.), τό, gen. ὠτός, dat. ὠτί: pl. nom. ὦτα, gen. ὤτων, dat. ὠσί ( ὤτοις condemned by Phryn.186):—Hom. has only acc. sg. and dat. pl. (v. infr.); the other cases he forms as if from οὖας (which is found in Simon.37.14), gen. οὔατος, pl. nom. and acc. οὔατα (also in Epich.21, Hp.Cord.8,al., SIG1025.62 (Cos, iv/iii B. C.)), dat.Aοὔασι Il.12.442
(ὠσίν Od.12.200
): Hellenistic nom. sg. [full] ὦς PPetr.3p.33 (iii B. C.), PGrenf.1.12.29, 2.15 ii I (ii B. C.), IG7.3498.19 (Oropus, ii B. C.), Roussel Cultes Egyptiens 217 (Delos, ii B. C.), PStrassb.87.14 (ii B. C.): also [dialect] Dor. [full] ὦς Theoc.11.32; pl. ὤϝαθ' cj. for ὦτά θ' in Alcm.41:— ear,Ἄντιφον αὖ παρὰ οὖς ἔλασε ξίφει Il.11.109
; [κηρὸν] ἐπ' ὠσὶν ἄλειψ' Od.
l.c.; αἲ γὰρ δή μοι ἀπ' οὔατος ὧδε γένοιτο oh may I never hear of such a thing! Il.18.272;αἲ γὰρ ἀπ' οὔατος εἴη 22.454
;ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει 10.535
; ὀρθὰ ἱστάναι τὰ ὦτα, of horses, Hdt.4.129, cf. S.El.27, etc.;ἐν τοῖσι ὠσὶ.. οἰκέει ὁ θυμός Hdt.7.39
, cf.1.8; βοᾷ ἐν ὠσὶ κέλαδος rings in the ear, A.Pers. 605;φθόγγος βάλλει δι' ὤτων S.Ant. 1188
, cf. A.Ch.56 (lyr.); (lyr.); ὀξὺν δι' ὤτων κέλαδον ἐνσείσας ib. 737, cf. OT 1387;δι' ὤτων ἦν λόγος E.Med. 1139
, cf. Rh. 294, 566; soἁμῖν τοῦτο δι' ὠτὸς ἔγεντο Theoc.14.27
; (anap.);εἰς οὖς ἑκάστῳ.. ηὔδα λόγους E.Andr. 1091
, cf. Hipp. 932;προσκύψας μοι μικρὸν πρὸς τὸ οὖς Pl.Euthd. 275e
; ἐπ' (ἐς cj. Dawes)οὔατα λάθριος εἶπεν Call.Ap. 105
; reversely, παρέχειν τὰ ὦτα to lend the ears, i. e. to attend, Pl.Cra. 396d, etc.; soἐπισχέσθαι τὰ ὦτα Id.Smp. 216a
;παραβάλλειν Id.R. 531a
, cf. Call.Fr. anon. 375;τὰ ὦτα ἐξεπετάννυτο Ar.Eq. 1347
;ὦτα χορηγεῖν Plu.2.232f
; ἀποκλείειν τὰ ὦτα ib.143f; οἱ ὦτα ἔχοντες those who have ears to hear, ib. 1113c: metaph., of spies in Persia, X.Cyr.8.2.10sq., Luc.Ind.23, cf. Arist.Pol. 1287b30;τὸ τῶν λεγομένων ὤτων καὶ προσαγωγέων γένος Plu.2.522f
; τὰ ὦτα ἐπὶ τῶν ὤμων ἔχοντες, of persons who slink away ashamed (hanging their ears like dogs), Pl.R. 613c: prov., v. λύκος; τεθλασμένος οὔατα πυγμαῖς, of a boxer, Theoc.22.45 (cf. ὠτοκάταξις) ; ἐπ' ἀμφότερα τὰ ὦτα καθεύδειν sleep soundly, Aeschin. Socr.54 D.1 handle, esp. of pitchers, cups, etc.,οὔατα δ' αὐτοῦ τέσσαρ' ἔσαν Il.11.633
, cf. 18.378, Bion ap. Plu.2.536a, IG11(2).161 B126 (Delos, iii B. C.), Hero Spir.2.23, Dsc.5.87; [ποτήριον] ὦτα συντεθλασμένον Alex.270.3
.2 in Archit., = παρωτίς 4, IG12.372.201, cf. 319.6.3 οὖς Ἀφροδίτης, a kind of shell-fish, Antig.Car. ap. Ath.3.88a; οὖς θαλάττιον, = ἀγρία λεπάς, Arist.HA 529b16.4 τὰ ὦτα (οὔατα Hp.
) τῆς καρδίας the auricles of the heart, Hp.Cord.8, Gal.UP6.15, cf. 2.615K. -
9 ὠτιοφόρος
ὠτιοφόρος, ὁ,A = ὠτοκάταξις, AB287 (where the word is distd. fr. ὀτιαφόρος, q. v.): also [full] ὠτιαφόρος, EM826.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠτιοφόρος
-
10 ὠτοθλαδίας
A = ὠτοκάταξις, D.L.5.67.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠτοθλαδίας
См. также в других словарях:
ὠτοκάταξις — a boxer with thick fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτοκάταξις — άξιδος, ὁ, Α (για πυγμάχο) αυτός που έχει σπασμένα αφτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κάταξις (< κατάγνυμι «συντρίβω») + κατάλ. ις, ιδος] … Dictionary of Greek
ὠτοκατάξιδες — ὠτοκάταξις a boxer with thick fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτοκάταξιν — ὠτοκάταξις a boxer with thick fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτοθλαδίας — και ὠτοκλαδίας, ὁ, Α ὠτοκάταξις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + θλαδίας* (< θλῶ «συντρίβω, τσακίζω»), ενώ ο τ. ὠτο κλαδίας από το ρ. κλῶ «σπάω» (πρβλ. κλάδος)] … Dictionary of Greek
ωτοκαταξίας — ὁ, Α ὠτοκάταξις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κάταξις (< κατάγνυμι «συντρίβω») + κατάλ. ίας] … Dictionary of Greek