Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὠτικόν

См. также в других словарях:

  • ὠτικόν — ὠτικός of masc acc sg ὠτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωτικός — ή, ό / ὠτικός, ή, όν, ΝΜΑ [οὖς, ὠτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος νεοελλ. φρ. α) «ωτικό βύσμα» ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»