-
1 επισιτίζομαι
ἐπισιτίζομαιfurnish oneself with food: pres ind mp 1st sgἐπισῑτίζομαι, ἐπισιτίζομαιfurnish oneself with food: pres ind mp 1st sg -
2 ἐπισιτίζομαι
ἐπισιτίζομαιfurnish oneself with food: pres ind mp 1st sgἐπισῑτίζομαι, ἐπισιτίζομαιfurnish oneself with food: pres ind mp 1st sg -
3 πληκτίζομαι
III toy amorously,μετὰ τῆς σῆς πυγῆς Ar.Ec. 964
; πρός τινα, πρὸς ἀλλήλους, Herod.5.29, Str.11.8.5, cf. D.C.46.18: abs., Id.51.12.IV [voice] Act. is only f.l. in Plu.2.735d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πληκτίζομαι
-
4 ἀκαθαρτίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκαθαρτίζομαι
-
5 ὠστίζομαι
Aὠστιοῦμαι Ar. Ach.24
:—[voice] Pass., Frequentat. of ὠθέομαι, to push and be pushed about, mostly c. dat. pers., to jostle with another, jostle him and be jostled by him,ὠστιεῖ Κλεονύμῳ Ar.Ach. 844
;δούλαισιν ὠστιζομένη Id.Lys. 330
(lyr.);ὠστιοῦνται.. ἀλλήλοισι περὶ πρώτου ξύλου Id.Ach. 24
: abs., ἐς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται jostles for the first seat, ib.42, cf. Pl. 330; so, Comically, τῶν.. πλακούντων ὠστιζομένων περὶ τὴν γνάθον TeleclId.1.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠστίζομαι
См. также в других словарях:
τσα(ν)τίζομαι — τσα(ν)τίζομαι, τσα(ν)τίστηκα, τσα(ν)τισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἐπισιτίζομαι — furnish oneself with food pres ind mp 1st sg ἐπισῑτίζομαι , ἐπισιτίζομαι furnish oneself with food pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)