-
1 ωρχεύντ'
ὠρχεῦντο, ὀρχέομαιdance: imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic)ὠρχεῦντο, ὀρχέωdance: imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic) -
2 ὠρχεῦντ'
ὠρχεῦντο, ὀρχέομαιdance: imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic)ὠρχεῦντο, ὀρχέωdance: imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic) -
3 ἐμμελής
A in tune, harmonious, opp.πλημμελής, ἐ. φωνή Ti.Locr.101b
, Plu.2.1014c, etc.; (Delos, ii B.C.);ἁρμονιῶν -εστάτη κρᾶσις Plu.Phoc.2
; λέξις ἐ. D.H.Comp.25; also of a poet, tuneful, Theoc.Ep.21, cf.Philostr.Im.2.12.II metaph.,1 of persons, harmonious, orderly,τὸν πλημμελοῦντα ἐμμελῆ ποιεῖν Pl. Criti. 106b
; ἵνα γένοιντο -έστεροι ib. 121b; also- εστάτη καὶ κοσμιωτάτη πολιτεία Plu.Pel.19
.2 of things, in good taste, ἐμμελέστερόν [ἐστι], c. inf., Ar.Ec. 807;ἐ. ὁμιλία Arist.EN 1128a1
.3 well-proportioned, κτήματα.. ποῖα ἄν τις κεκτημένος ἐμμελεστάτην οὐσίαν κεκτῇτο; Pl.Lg. 776b; reasonable, οὐκ ἐ. Id.Sph. 259e: hence, modest, small, opp. μέγιστος, Id.Lg. 760a ([comp] Sup.);πόλις μεγέθει ἐμμελεστέρα Arist.Pol. 1327b15
.III Adv. - λῶς, [dialect] Aeol. and [dialect] Ion. - λέως, harmoniously, opp. πλημμελῶς, Pl. Lg. 816a; in time, πόδεσσιν ὠρχεῦντ' Sapph.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμμελής
-
4 ὀρχέομαι
ὀρχέομαι, [tense] impf. ὠρχούμην: [dialect] Ep. [ per.] 3pl. [tense] pres. ὀρχεῦνται, [tense] impf. ὠρχεῦντο (v. infr.): [tense] fut.A , etc.: [tense] aor.ὠρχησάμην Anacr. 69
, Hdt.6.129 ; inf.ὀρχήσασθαι Hom.
(v. infr.):—[voice] Pass., [tense] aor.ὠρχήθην Euph.87
:—dance,ἠΐθεοι καὶ παρθένοι.. ὠρχεῦντ' Il.18.594
; , cf. 14.465 ;πόσσ' ἁπαλοῖσιν ὀρχεῦνται Hes.Th.4
; ὀ. πρὸς ὅπλα, of the Pyrrhic dance, Demetr.Sceps. ap. Ath.4.155b ;ἐν ῥυθμῷ X.Cyr.1.3.10
; ὀρχεῖσθαι ταῖς χερσί (cf. χειρονομέω) Antiph.113.1 : c. acc. loci, δώσω τοι Τεγέην ποσσίκροτον ὀρχήσασθαι to dance in or on, Orac. ap. Hdt. 1.66, cf. Euph.l.c. ([voice] Pass.): also c. acc. cogn., Λακωνικὰ σχημάτια ὀρχεῖσθαι dance Laconian steps, Id.6.129 ;ὀ. τὸ Περσικόν X.Cyr.8.4.12
;ὀ. πρὸς τὸν αὐλὸν σχήματα Id.Smp.7.5
;ὀ. τὸν ὅρμον Luc.Salt.
II sq., etc.:—[voice] Pass.,τῶν ὕμνων οἳ μὲν ὠρχοῦντο οἳ δὲ οὐκ ὠρχοῦντο Ath.14.631d
.2 represent by dancing or pantomime, ὀρχεῖσθαι τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν, ὀ. τὸν Αἴαντα, Luc.Salt.80, 83, cf. AP9.248 (Boeth.), 11.254 (Lucill.).II metaph., leap, bound,ὀρχεῖται δὲ καρδία φόβῳ A.Ch. 166
, cf. Anaxandr.59 ; Θεσσαλίη ὠρχήσατο Thessaly shook, trembled, Call.Del. 139.III [voice] Act. [full] ὀρχέω, make to dance (v. Pl.Cra. 407a), is used by Ion Trag.50, ἐκ τῶν ἀέλπτων μᾶλλον ὤρχησεν φρένας made my heart leap (so codd. Ath., ὤρχησαι Nauck); but ὀρκῆσι in Ar.Th. 1179 is a barbarism for ὀρχῆται.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρχέομαι
См. также в других словарях:
ὠρχεῦντ' — ὠρχεῦντο , ὀρχέομαι dance imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic) ὠρχεῦντο , ὀρχέω dance imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορχούμαι — (ΑΜ ὀρχοῡμαι, έομαι) χορεύω («ἠΐθεοι και παρθένοι... ὠρχεῡντ », Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. παριστάνω με όρχηση ή με παντομιμικές κινήσεις («ὀρχεῑσθαι τὴν τοῡ Κρόνου τεκνοφαγίαν», Λουκιαν.) 2. μτφ. σκιρτώ, πηδώ («ὀρχεῑται δὲ καρδία φόβῳ», Αισχύλ.) 3. (για… … Dictionary of Greek