-
1 σκερολίγγες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκερολίγγες
-
2 Ὦπις
Ὠπις, ἡ,A = Οὖπις, title of Artemis, Pl.Ax. 371a, Alex.Aet.4.5, cf. Hdt.4.35. [full] ὠπισταί, gloss on σκερολίγγες, Hsch. [full] ὠπλή, ἡ, blow of the hand, Id. (dub.). [full] ὦπται, v. ὁράω. *[full] ὦρ, ἡ, dat. pl. ὤρεσσιν [var] contr. for ὀάρεσσιν (v. ὄαρ), Il.5.486.II [full] ὦρες, οἱ, strong towers, Hsch.
См. также в других словарях:
ωπισταί — Α (κατά τον Ησύχ.) λ. που χρησιμοποιήθηκε ως ερμ. τής λ. σκερολίγγες … Dictionary of Greek
σκερολίγγες — Α (κατά τον Ησύχ.) «λαικασταὶ ἢ ὠπισταί» … Dictionary of Greek