-
1 ἐσθής,-ῆτος
+ ἡ N 3 0-0-0-0-4=4 1 Ezr 8,68.70; 2 Mc 8,35; 11,8clothing, garment -
2 προβλής,-ῆτος
ὁ N 3/ἡ 0-0-0-0-1=1 4 Mc 13,6 -
3 ἀγαθότης
-ητος + ἡ N 3 0-0-0-0-4=4 Wis 1,1; 7,26; 12,22; Sir 45,23goodness, friendly disposition; neol.Cf. LARCHER 1983, 165-166 -
4 ἁγιότης
-ητος + ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 2 Mc 15,2holiness, sanctity→NIDNTT; TWNT -
5 ἀγριότης
-ητος + ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 2 Mc 15,21savageness, wildness -
6 ἀδελφότης
-
7 ἁπαλότης
-ητος ἡ N 3 1-0-2-0-0=3 Dt 28,56; Ez 17,4.9softness, tenderness Dt 28,56; tender twig Ez 17,4*Ez 17,9 τῆς ἁπαλότητος of tender twigs-ינקת for MT ינתק he shall tear up -
8 ἁπλότης
-ητος +ἡ N 3 0-2-0-0-5=7 2 Sm 15,11; 1 Chr 29,17; 1 Mc 2,37.60; 3 Mc 3,21simplicity, sincerity, integrity, frankness 1 Chr 29,17; simplicity, innocence 2 Sm 15,11Cf. AMSTUTZ 1968; ENGEL 1985, 133-134; HORSLEY 1989, 77; SPICQ 1978a, 125-127; →NIDNTT; TWNT -
9 ἀχρειότης
-ητος ἡ N 3 0-0-0-0-2=2 TobBA 4,13(bis)worthlessness, lewdness; neol. -
10 βιότης
-ητος ἡ N 3 0-0-0-1-0=1Prv 5,23means of living, substance -
11 γενναιότης
-ητος + ἡ N 3 0-0-0-0-2=2 2 Mc 6,31; 4 Mc 17,2 -
12 γλυκύτης
-ητος + ἡ N 3 0-2-0-0-1=3 Jgs 9,11; Wis 16,21 -
13 γυμνότης
-
14 δολιότης
-ητος + ἡ N 3 1-0-0-4-1=6 Nm 25,18; Ps 37(38),13; 49(50),19; 54(55),24; 72(73),18deceit, subtlety; neol. -
15 ἐρυμνότης
-ητος ἡ N 3 0-0-0-0-2=2 2 Mc 10,34; 12,14strength, security -
16 εὐθύτης
-ητος + ἡ N 3 0-3-0-17-4=24 Jos 24,14; 1 Kgs 3,6; 9,4; Ps 9,9; 10(11),7righteousness Jos 24,14; uprightness 1 Kgs 3,6 -
17 ἠπιότης
-ητος ἡ N 3 0-0-0-1-0=1 Est 3,13b -
18 θειότης
-ητος + ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 18,9divinity; ὁ τῆς θειότητος νόμος the divine lawCf. LARCHER 1985, 1003 -
19 θερμότης
-ητος ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 2,4 -
20 ἰδιότης
См. также в других словарях:
αξομολό(γ)ητος — η, ο αξεμολό(γ)ητος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξεμολό(γ)ητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ξεμολογήθηκε από ιερέα, αξαγόρευτος: Δεν ήθελε να μεταλάβει αξεμολόγητος. 2. εκείνος τον οποίο δε φανέρωσε κανείς, δεν εκμυστηρεύτηκε: Ορισμένες αμαρτίες του τις άφησε αξεμολόγητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμολό(γ)ητος — η, ο κοσμοξάκουστος, περίφημος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάλης — ητος, και φαλῆς, ῆτος, ὁ, Α 1. φαλλός 2. ως κύριο όν. ὁ Φάλης και Φαλῆς 1. θεός τού οποίου η λατρεία, όπως και τού Πριάπου, ήταν συνδεδεμένη με την διονυσιακή λατρεία 2. προσωνυμία τού Ερμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φαλλός, πιθ. κατά το μύκης,… … Dictionary of Greek
πλάνης — ητος, ο, η, ΝΑ, και πλάνητας, ο, Ν (ως ουσ. και ως επίθ.) 1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, που δεν έχει μόνιμο τόπο διαμονής, ο περιπλανώμενος (α. «εις τον πλάνητα δρόμον», Παπαδ. β. «οἵ φέρονται πλάνητες ἐπ οἶδμα πόλεις τε βαρβάρους… … Dictionary of Greek
πρωτοκούρης — ητος, ὁ, Α ο επικεφαλής τού εξαμελούς θρησκευτικού συλλόγου τών κουρήτων στην Έφεσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κουρής, ῆτος/ Κουρῆτες «θρησκευτικός εξαμελής θίασος στην Έφεσο»] … Dictionary of Greek
συμμεσότης — ητος, ἡ, Α το μέσο σημείο δύο ή περισσότερων πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεσότης, ητος «μεσαίο σημείο, κέντρο» (< μέσος)] … Dictionary of Greek
χερνής — ῆτος, και χέρνης, ητος, και δωρ. τ. χερνάς, ᾱτος, ό, και τ. θηλ. χερνῆτις, ήτιδος, και χερνῆσσα, ήσσης, Α 1. αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας, φτωχός (α. «γυνὴ χερνῆτις ἀληθής», Ομ. Ιλ. β. «οἱ χερνῆτες οὗτοι δ εἰσίν,… … Dictionary of Greek
ψιλής — ῆτος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ψιλήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα ής, ῆτος (< * ēt , αβέβαιης προέλευσης), που απαντά σε ορισμένα επίθ. και ουσ. χρησιμοποιούμενα στην ποίηση ή είναι λ. της τεχνικής ορολογίας (πρβλ. ἀργ ής)] … Dictionary of Greek
Τουρκοκρής — ητός, ο, Ν (λόγιος τ.) ο Τουρκοκρητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + Κρής Κρητός. Η λ., στον πληθ. Τουρκοκρῆτες, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Τριφάλης — ητος, ὁ, Α (κωμ. λ.) τίτλος κωμωδίας τού Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάλης, άλλος τ. τού φαλλός] … Dictionary of Greek