-
1 περιστερ(ι)ώνας
ο, περιστερ(ι)ώνα η голубятня -
2 περιστερ(ι)ώνας
ο, περιστερ(ι)ώνα η голубятня -
3 Μαμ(μ)ωνάς
Μαμωνάς κ. Μαμμωνάς οМаммона (Мф. 6; 24; Лк. 16;13) – сирийское слово, означающее богатство или земные блага. «Не можете служить Богу и маммоне» (богатству), сказал Господь, указывая этим на то, что не нужно иметь пристрастия к богатству, так как это пристрастие несовместно со служением БогуЭтим.< μαμώνας < евр. mamon «богатство»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Μαμ(μ)ωνάς
-
4 αναλυω
эп. ἀλλύω1) распускать(ἱστόν Hom., Plut.; med. χαίτην Anth.)
2) раскручивать, разматывать(τὰ βομβύκια Arst.)
3) воен. развертывать(τέν παράταξιν Plut.)
4) развязывать, распутывать(δεσμά Arph.)
5) растапливать, плавить6) освобождать(τινὰ ἐκ δεσμῶν Hom.)
ἀ. ὀφθαλμόν Pind. in tmesi — возвращать зрение, перен. воскрешать7) разлагать, расчленять(τι εἴς τι Plat., Arst., Plut.)
8) исследовать, анализировать(τὰ σχήματα τῶν κατηγοριῶν Arst.)
9) (раз)решать (sc. τὰ γεωμετρικὰ προβλήματα Plut.)10) преимущ. med. заглаживать, искупать(τὰς πρός τινα ἁμαρτίας Dem.)
11) отменять, аннулировать12) приостанавливать, прекращать13) сниматься с якоря, перен. отправляться, уходить(ἐκ τῶν τόπων Polyb.)
εἰς παραχειμασίαν ἀναλῦσαι Polyb. — отправиться на зимние квартиры14) отходить (в вечность), умирать NT.15) возвращатьсяπροσδέχεσθαί τινα, πότε ἀναλύσῃ NT. — поджидать кого-л., пока он не вернется
См. также в других словарях:
ὠνάς — ὠνά̱ς , ὠνή buying fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλών (-ώνας) — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Ελλάδα η εξωτερική είσοδος, η κύρια πύλη ανακτόρων ή ναών. Πολλές φορές, ο π. ήταν χωρισμένος από την κύρια οικοδομή και σχημάτιζε ένα είδος προπυλαίων ή εξωτερικής πύλης. Π., στον πληθυντικό, ονομάζονταν οι δυο… … Dictionary of Greek
κεδρώνας — ο δάσος από κέδρα, έκταση κατάφυτη με κέδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. ώνας (< αρχ. κατάλ. ών), πρβλ. αμπελ ώνας, ελαι ώνας] … Dictionary of Greek
κρινώνας — ο τόπος κατάφυτος με κρίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνο + περιληπτ. κατάλ. ώνας (πρβλ. αμπελ ώνας, ελαι ώνας)] … Dictionary of Greek
κρυψώνας — και κρυψιώνας, ο, και κρυψώνα και κρυψιώνα, η τόπος όπου κρύβεται ή μπορεί να κρυφτεί κάποιος, κρύπτη, κρησφύγετο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ (πρβλ. κρύψ ις, ἔ κρυψ α, αόρ. τού κρύβω) + κατάλ. ώνας (πρβλ. αμπελ ώνας, στρατ ώνας). Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
μορεώνας — ο τόπος με πολλές μουριές, φυτεία από μουριές, μορεοφυτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορέα + κατάλ. ώνας (πρβλ. αμπελ ώνας, μελισσ ώνας)] … Dictionary of Greek
ξενώνας — ο (ΑΜ ξενών, ῶνος, Α και ξενεών) ειδικό κτήριο ή κατάλυμα σε μοναστήρι ή δωμάτιο σπιτιού για διαμονή και διανυκτέρευση ξένων μσν. πτωχοκομείο ή νοσοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κατάλ. ών / ώνας (πρβλ. αμπελ ώνας, περιστερ ώνας)] … Dictionary of Greek
Liste Des Prénoms Grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
Liste des prenoms grecs — Liste des prénoms grecs Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
κρυσταλλώνας — ο μεγάλη έκταση πάγου στις κοιλάδες υψηλών ορέων, παγετώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλο + περιληπτική κατάλ. ών(ας), πρβλ. αμπελ ώνας, στρατ ώνας. Η λ., στον λόγιο τ. κρυσταλλών, μαρτυρείται από το 1845 στον Κωνστ. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek