-
1 αναλυω
эп. ἀλλύω1) распускать(ἱστόν Hom., Plut.; med. χαίτην Anth.)
2) раскручивать, разматывать(τὰ βομβύκια Arst.)
3) воен. развертывать(τέν παράταξιν Plut.)
4) развязывать, распутывать(δεσμά Arph.)
5) растапливать, плавить6) освобождать(τινὰ ἐκ δεσμῶν Hom.)
ἀ. ὀφθαλμόν Pind. in tmesi — возвращать зрение, перен. воскрешать7) разлагать, расчленять(τι εἴς τι Plat., Arst., Plut.)
8) исследовать, анализировать(τὰ σχήματα τῶν κατηγοριῶν Arst.)
9) (раз)решать (sc. τὰ γεωμετρικὰ προβλήματα Plut.)10) преимущ. med. заглаживать, искупать(τὰς πρός τινα ἁμαρτίας Dem.)
11) отменять, аннулировать12) приостанавливать, прекращать13) сниматься с якоря, перен. отправляться, уходить(ἐκ τῶν τόπων Polyb.)
εἰς παραχειμασίαν ἀναλῦσαι Polyb. — отправиться на зимние квартиры14) отходить (в вечность), умирать NT.15) возвращатьсяπροσδέχεσθαί τινα, πότε ἀναλύσῃ NT. — поджидать кого-л., пока он не вернется
См. также в других словарях:
αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό … Dictionary of Greek
ευανάλυτος — εὐανάλυτος, ον (ΑΜ) αυτός που αναλύεται εύκολα στα στοιχεία του. επίρρ... εὐαναλύτως με τρόπο ευανάλυτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα λύω] … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
λυσόσωμα — Μεμβρανικό οργανίδιο, το οποίο αποτελεί μια συσκευή πέψης που συναντάται σχεδόν σε όλα τα ζωικά κύτταρα. Το μέγεθος, η μικροσκοπική μορφολογία και οι υπόλοιπες ιδιότητες των λ. ποικίλλουν σημαντικά στους διάφορους τύπους κυττάρων. Τα τυπικά λ.… … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek