-
1 αχθής
-
2 ἀχθῇς
-
3 πρωρ-αχθής
πρωρ-αχθής, ές, auf dem Vordertheil od. vorn beladen, Hesych.
-
4 πολυ-αχθής
πολυ-αχθής, ές, sehr lästig; λιμός, Qu. Sm. 10, 38; Schol. Nic. Al. 321.
-
5 σπειρ-αχθής
σπειρ-αχθής, ές, eine Last fortwindend, sich schwer fortwälzend, Beiw. der Schlangen u. anderer kriechenden Thiere, κνώδαλα Nic. Ther. 399.
-
6 μυσ-αχθής
μυσ-αχθής, ές, ekelhaft, abscheulich; Nic. Ther. 361; γάμοι Οἰδίποδος, Philp. 31 (IX, 253).
-
7 κατ-αχθής
-
8 βαρυ-αχθής
βαρυ-αχθής, δουλοσύνη, schwer lastend, Nonn. D. 40, 155.
-
9 δυς-αχθής
-
10 νουσ-αχθής
νουσ-αχθής, ές, mit Krankheit belastet, schwer krank, Opp. Hal. 1, 298 (poet. für νοσαχϑής).
-
11 μολιβ-αχθής
μολιβ-αχθής, ές, mit Blei beschwert, στάϑμη, Philps. 15 (VI, 103).
-
12 θυρσ-αχθής
θυρσ-αχθής, ές, mit dem Thyrsus belastet, Thyrsus tragend, Orph. H. 44, 5, v. l. ϑυρσεχϑής, Ruhnk. ϑυρσεγχής, mit dem Thyrsus wie mit einer Lanze bewaffnet.
-
13 οἰν-αχθής
-
14 ἀν-επ-αχθής
ἀν-επ-αχθής, ές, nicht belästigend, Plut. Pomp. 1; gew. ἀνεπαχϑῶς, ohne Beschwerde, gern, Thuc. 2, 37; ἀν. φέρειν, etwas nicht übel aufnehmen, Plut. Num. 3; consol. ad Apoll. p. 318; Luc. Soloec. 5.
-
15 ἀνδρ-αχθής
ἀνδρ-αχθής, ές, Mann belastend, woran ein Mann zu tragen hat, χερμάδια Od. 10, 121; γόγγροι Ath.
-
16 ἐπ-αχθής
ἐπ-αχθής, ές, lästig, drückend, beschwerlich, unangenehm; εἴς τινα, Thuc. 6, 54; τινί, Plut. u. A.; neben ὀγκώδης, dem κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνήρ entgeggstzt, arrogant, Plat. Men. 90 a; εἰ μὴ ἐπαχϑές ἐστιν εἰπεῖν Phaed. 87 a; vgl. Charm. 158 d; öfter von übertriebenem u. deshalb unangenehmem Lobe, πολὺς ἦν τοῖς ἐπαίνοις καὶ ἐπ. Aesch. 2, 41; – τὸ ἐπαχϑές, das Gehässige, z. B. λόγων Plat. Euthyd. 303 d; ῥήματα ἐπαχϑῆ Ar. Ran. 940; νόμος οὐκ ἔστιν ἐπ. Arist. Eth. 10, 10. – Adv., ἐπαχϑῶς φέρειν, moleste terre, D. Hal. iud. Thuc. 41.
-
17 ἐρι-αχθής
ἐρι-αχθής, ές, sehr belastet, Sp.
-
18 ὑπερ-αχθής
ὑπερ-αχθής, ές, gen. έος, überlastet; Theocr. 11, 37; Nic. Th. 342; Opp. Hal. 5, 263.
-
19 ἑτερ-αχθής
ἑτερ-αχθής, ές, nach einer Seite hin lastend, Sp.
-
20 ὠμ-αχθής
См. также в других словарях:
ἀχθῇς — ἄγω lead aor subj pass 2nd sg ἀχθέω load pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεραχθής — ἑτεραχθής, ές (Μ) αυτός που κλίνει προς το άλλο μέρος, που δείχνει μονομερή εύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + αχθής (< άχθος) πρβλ. δυσ αχθής, επ αχθής] … Dictionary of Greek
θυρσαχθής — θυρσαχθής, ές (Α) (πιθ. εσφ. ανάγν. αντί θυρσεγχής) (για τον Βάκχο) θυρσοφόρος ή αυτός που κρατάει και πάλλει τον θύρσο σαν δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + αχθής (< άχθος), πρβλ. επ αχθής, πολυ αχθής] … Dictionary of Greek
ισοαχθής — ἰσοαχθής, ές (Α) αυτός που έχει το ίδιο βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + αχθής (< ἄχθος «βάρος»), πρβλ. βαρυ αχθής, πολυ αχθής] … Dictionary of Greek
καταχθής — καταχθής, ές (Α) 1. γεμάτος από κάτι, κατάφορτος («καταχθὴς καρποῑο», Άρατ.) 2. παραφορτωμένος 3. βαρύς («καταχθῆ λάαν» βαριά πέτρα, Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. επ αχθής, υπερ αχθής] … Dictionary of Greek
μολιβαχθής — μολιβαχθής, ές (Α) αυτός που είναι βαρύς από τον μόλυβδο που περιέχει, ο μολυβωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλιβος + αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. ανδρ. αχθής, οιν αχθής] … Dictionary of Greek
μυσαχθής — μυσαχθής, ές (Α) μυσαρός, βδελυρός, μισητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύσος «μίασμα, ακαθαρσία» + αχθής (< ἄχθος «βάρος»), πρβλ. βαρυ αχθής, ισο αχθής] … Dictionary of Greek
νουσαχθής — νουσαχθής, ές (Α) (ποιητ. τ.) βαριά άρρωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. μολιβ αχθής οιν αχθής] … Dictionary of Greek
υπεραχθής — ές, Α 1. βαρυφορτωμένος 2. πολύ βαρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αχθής (< ἄχθος), πρβλ. ἐπ αχθής, κατ αχθής] … Dictionary of Greek
οιναχθής — οἰναχθής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μέθυσος, μεθύων». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + αχθής (< ἄχθομαι), πρβλ. ανδρ. αχθής] … Dictionary of Greek
πολυαχθής — ές, Α 1. πολύ επαχθής, καταθλιπτικός, ολέθριος («πολυαχθής λιμός», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αχθής (< ἄχθομαι «έχω βάρος, στενοχωριέμαι»), πρβλ. βαρυ αχθής] … Dictionary of Greek