-
1 ωμόφρονος
-
2 ὠμόφρονος
См. также в других словарях:
ὠμόφρονος — ὠμόφρων savage minded masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ωμόφρονος
2 ὠμόφρονος
ὠμόφρονος — ὠμόφρων savage minded masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)