Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὠμότητας

См. также в других словарях:

  • ὠμότητας — ὠμότης rawness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολώχ — Ονομα που λαθεμένα θεωρείται ότι υποδηλώνει μια θεότητα, ενώ προέρχεται από τη φοινικική λέξη μολκ, η οποία σήμαινε τις ανθρωποθυσίες, τις οποίες πρόσφεραν οι Καρχηδόνιοι στον θεό Βάαλ Αμών και στη θεά Τάνιτ, υπέρτατο ζευγάρι των θεοτήτων της… …   Dictionary of Greek

  • ουστάσι — οι υστικής οργάνωσης ουστάσα που ιδρύθηκε το 1929 στην Ιταλία και η οποία οργάνωσε τη δολοφονία τού βασιλιά Αλεξάνδρου Α Καραγεώργεβιτς και τού Γάλλου υπουργού Μπαρτού το 1934 στη Μασσαλία, ενώ από το 1941 ώς το 1945 είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • Αρτό, Αντονίν — (Antonin Artaud, 1896 – 1948). Γάλλος ποιητής, ζωγράφος, ηθοποιός, θεωρητικός του θεάτρου και θεατρικός συγγραφέας. Ο πατέρας του ήταν εφοπλιστής και η μητέρα του Ελληνίδα από τη Σμύρνη. Ο Α., που από πολύ νωρίς έδειξε κλίση για την ποίηση, σε… …   Dictionary of Greek

  • Καρακάλλας, Μάρκος Αυρήλιος Σεβήρος Αντωνίνος Βασιανός — (Marcus Aurelius Severus Antoninus Basssianus Caracalla, Λιόν 186 – Κάρρες Μεσοποταμίας 217 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (211 217). Επονομάστηκε Κ. επειδή συνήθιζε να φορά γαλατικό χιτώνα με την ίδια ονομασία. Γιος του Σεπτίμιου Σεβήρου και της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»