Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὠμόθυμος

См. также в других словарях:

  • ὠμόθυμος — ὠμόθῡμος , ὠμόθυμος savage hearted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωμόθυμος — ον, Α αυτός που έχει σκληρή ψυχή, άσπλαγχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + θυμός (πρβλ. μεγαλό θυμος)] …   Dictionary of Greek

  • ὠμόθυμον — ὠμόθῡμον , ὠμόθυμος savage hearted masc/fem acc sg ὠμόθῡμον , ὠμόθυμος savage hearted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • ωμόνους — ουν, Μ ὠμόθυμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + νους (< νοῦς), πρβλ. ὀξύ νους] …   Dictionary of Greek

  • ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

  • ὠμοθύμου — ὠμοθύ̱μου , ὠμόθυμος savage hearted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοθύμους — ὠμοθύ̱μους , ὠμόθυμος savage hearted masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοθύμων — ὠμοθύ̱μων , ὠμόθυμος savage hearted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοθύμῳ — ὠμοθύ̱μῳ , ὠμόθυμος savage hearted masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμόθυμοι — ὠμόθῡμοι , ὠμόθυμος savage hearted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»