-
1 ωμόθυμος
-
2 ὠμόθυμος
-
3 ωμοθυμος
-
4 ὠμόθυμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠμόθυμος
-
5 ὠμόθῡμος
ὠμό-θῡμος, mit rohem, hartem Gemüte, grausam -
6 ωμόθυμον
ὠμόθῡμον, ὠμόθυμοςsavage-hearted: masc /fem acc sgὠμόθῡμον, ὠμόθυμοςsavage-hearted: neut nom /voc /acc sg -
7 ὠμόθυμον
ὠμόθῡμον, ὠμόθυμοςsavage-hearted: masc /fem acc sgὠμόθῡμον, ὠμόθυμοςsavage-hearted: neut nom /voc /acc sg -
8 ωμοθύμου
-
9 ὠμοθύμου
-
10 ωμοθύμους
-
11 ὠμοθύμους
-
12 ωμοθύμω
-
13 ὠμοθύμῳ
-
14 ωμοθύμων
-
15 ὠμοθύμων
-
16 ωμόθυμοι
-
17 ὠμόθυμοι
См. также в других словарях:
ὠμόθυμος — ὠμόθῡμος , ὠμόθυμος savage hearted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμόθυμος — ον, Α αυτός που έχει σκληρή ψυχή, άσπλαγχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + θυμός (πρβλ. μεγαλό θυμος)] … Dictionary of Greek
ὠμόθυμον — ὠμόθῡμον , ὠμόθυμος savage hearted masc/fem acc sg ὠμόθῡμον , ὠμόθυμος savage hearted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
ωμόνους — ουν, Μ ὠμόθυμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + νους (< νοῦς), πρβλ. ὀξύ νους] … Dictionary of Greek
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek
ὠμοθύμου — ὠμοθύ̱μου , ὠμόθυμος savage hearted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοθύμους — ὠμοθύ̱μους , ὠμόθυμος savage hearted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοθύμων — ὠμοθύ̱μων , ὠμόθυμος savage hearted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοθύμῳ — ὠμοθύ̱μῳ , ὠμόθυμος savage hearted masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμόθυμοι — ὠμόθῡμοι , ὠμόθυμος savage hearted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)