-
1 ὠμόδροπος
ὠμό-δροπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠμόδροπος
См. также в других словарях:
μονόδροπος — μονόδροπος, ον (Α) (για άγαλμα) αυτός που είναι κομμένος από ένα και μόνο στέλεχος, μονοκόμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. νεό δροπος, ωμό δροπος] … Dictionary of Greek
νεόδροπος — νεόδροπος, ον (Α) νεόδρεπτος* («κλάδοισι νεοδρόποις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. μονό δροπος, ωμό δροπος] … Dictionary of Greek