-
1 ωμοφάγου
-
2 ὠμοφάγου
См. также в других словарях:
ὠμοφάγου — ὠμόφαγος eating raw flesh masc/fem/neut gen sg ὠμοφάγος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμοφαγία — η η ιδιότητα του ωμοφάγου, το να τρώει κανείς ωμές τροφές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)