-
1 ωμοφαγέοντες
-
2 ὠμοφαγέοντες
См. также в других словарях:
ὠμοφαγέοντες — ὠμοφαγέω eat raw flesh pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ωμοφαγέοντες
2 ὠμοφαγέοντες
ὠμοφαγέοντες — ὠμοφαγέω eat raw flesh pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)