Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὠμοβόειος

См. также в других словарях:

  • ωμοβόειος — εία, ον, και ιων. τ. ὠμοβόεος, έη, ον, και ὠμοβόϊνος, ΐνη, ον, και ὠμοβόϊος, ΐα, ον, Α 1. κατασκευασμένος από ακατέργαστο δέρμα βοδιού («ἀσπίδας... ὠμοβοΐνας», Ηρόδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὠμοβοέη (ενν. δορά) ακατέργαστο δέρμα βοδιού 3. το ουδ. ως …   Dictionary of Greek

  • ὠμοβοείων — ὠμοβόειος of raw fem gen pl ὠμοβόειος of raw masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοβοέων — ὠμοβόειος of raw fem gen pl (ionic) ὠμοβόειος of raw masc/neut gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοβόειον — ὠμοβόειος of raw masc acc sg ὠμοβόειος of raw neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοβοειότερα — ὠμοβόειος of raw neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοβοείαις — ὠμοβόειος of raw fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοβοείοις — ὠμοβόειος of raw masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοβοείου — ὠμοβόειος of raw masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοβοέην — ὠμοβόειος of raw fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοβοέης — ὠμοβόειος of raw fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοβόεια — ὠμοβόειος of raw neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»