-
1 ωμοβόρος
-
2 ὠμοβόρος
-
3 ὠμοβόρος
-
4 ωμοβόρος
α, ο [ος, ον ] см. ωμοφάγος -
5 ὠμοβόρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠμοβόρος
-
6 ωμοβόρον
-
7 ὠμοβόρον
-
8 ὠμο-βορεύς
ὠμο-βορεύς, ὁ, = ὠμοβόρος, Nic. Ther. 739.
-
9 ωμοβόρα
-
10 ὠμοβόρα
-
11 ωμοβόροι
-
12 ὠμοβόροι
-
13 ωμοβόροιο
-
14 ὠμοβόροιο
-
15 ωμοβόροις
-
16 ὠμοβόροις
-
17 ωμοβόροισι
-
18 ὠμοβόροισι
-
19 ωμοβόροισιν
-
20 ὠμοβόροισιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὠμοβόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμοβόρος — α, ο / ὠμοβόρος, ον, ΝΑ αυτός που τρώει ωμό κρέας, ωμοφάγος («θηρῶν ὠμοβόρων», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος] … Dictionary of Greek
ὠμοβόρον — ὠμοβόρος masc/fem acc sg ὠμοβόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβόρα — ὠμοβόρος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβόροι — ὠμοβόρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβόροιο — ὠμοβόρος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβόροις — ὠμοβόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβόροισι — ὠμοβόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβόροισιν — ὠμοβόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβόρου — ὠμοβόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβόρους — ὠμοβόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)