Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὠμοβόρος

См. также в других словарях:

  • ὠμοβόρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωμοβόρος — α, ο / ὠμοβόρος, ον, ΝΑ αυτός που τρώει ωμό κρέας, ωμοφάγος («θηρῶν ὠμοβόρων», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • ὠμοβόρον — ὠμοβόρος masc/fem acc sg ὠμοβόρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοβόρα — ὠμοβόρος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοβόροι — ὠμοβόρος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοβόροιο — ὠμοβόρος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοβόροις — ὠμοβόρος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοβόροισι — ὠμοβόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοβόροισιν — ὠμοβόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοβόρου — ὠμοβόρος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠμοβόρους — ὠμοβόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»