-
1 ὠμαλθής
A scarred over too soon, without healing properly, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠμαλθής
-
2 ωμαλθές
ὠμαλθήςscarred over too soon: masc /fem voc sgὠμαλθήςscarred over too soon: neut nom /voc /acc sg -
3 ὠμαλθές
ὠμαλθήςscarred over too soon: masc /fem voc sgὠμαλθήςscarred over too soon: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ωμαλθής — ές, Α (για έλκος) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. πολυ αλθής) … Dictionary of Greek
ὠμαλθές — ὠμαλθής scarred over too soon masc/fem voc sg ὠμαλθής scarred over too soon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek