-
1 ὠλέ-κρᾱνον
ὠλέ-κρᾱνον, τό, eigtl. ὠλενόκρανον, d. i. ὠλένης κρᾶνον, auch ὀλενόκρανον, Ar. Pax 443, vgl. Schol. Arat. 876 u. Phryn. B. A. 56, – der vorragende Kopf des Ellenbogenknochens im Buge (der ἀγκῶνος κεφαλή heißt, Od. 14, 494), Arist. H. A. 1, 15; bei den Doriern κύβιτον, davon cubitus.
-
2 ὠλέκρανον
A = ὠλένης κρανίον ( Ἀριστοφάνης ὀλέκρανα λέγει τὰ τῶν ὠλενῶν κρανία Suid.s.v. ὀλέκρανον,) point of the elbow, Arist.HA 493b27 (v.l. ὀλέκρανον), al.; Hp. used ἀγκών for ὠλέκρανον, acc. to Gal. UP2.2,14: but ὀλέκρ. is found in Hp.Epid.7.61. [ ὀλέκρανον is required by the metre in Ar. Pax 443;τὸ ὠλέκρανον διὰ τοῦ ω ¯ προφέρουσιν, ἡ δὲ συνήθεια διὰ τοῦ ο ¯ Hellad.
ap. Phot.p.533 B.; Phot. has ὠλ-, but places it after ὀλέκει.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠλέκρανον
См. также в других словарях:
ωλέκρανο — το / ὠλέκρανον, ΝΑ, και ολέκρανο και ωλενόκρανο Ν, και ὀλέκρανον και ὠλενόκρανον Α ανατ. προεξέχουσα απόφυση τού άνω άκρου τής ωλένης, που σχηματίζει το οπίσθιο μέρος τής άρθρωσης τού αγκώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὠλενό κρανον, με συλλαβική ανομοίωση… … Dictionary of Greek