-
1 ὠλέ-κρᾱνον
ὠλέ-κρᾱνον, τό, eigtl. ὠλενόκρανον, d. i. ὠλένης κρᾶνον, auch ὀλενόκρανον, Ar. Pax 443, vgl. Schol. Arat. 876 u. Phryn. B. A. 56, – der vorragende Kopf des Ellenbogenknochens im Buge (der ἀγκῶνος κεφαλή heißt, Od. 14, 494), Arist. H. A. 1, 15; bei den Doriern κύβιτον, davon cubitus.
-
2 ὠλέκρᾱνον
ὠλέ-κρᾱνον, τό, der vorragende Kopf des Ellenbogenknochens im Buge (der ἀγκῶνος κεφαλή heißt), bei den Doriern κύβιτον, davon cubitus
См. также в других словарях:
κοχλιόκρανο — το η κεφαλή τού κοχλία, τής βίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + κρανον (< αμάρτυρο *κρᾶνον, βλ. λ. κρανίον), πρβλ. περί κρανον, ωλέ κρανον. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek