-
1 ὠκυ-σκόπος
ὠκυ-σκόπος, schnell, scharf sehend, zielend, treffend, so heißt Apollo in einem Hymn. (IX, 525).
-
2 ὠκύσκοπος
ὠκύ-σκοπος, ον,A quick-aiming, of Apollo, AP9.525.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠκύσκοπος
-
3 ὠκυσκόπος
ὠκυ-σκόπος, schnell, scharf sehend, zielend, treffend, so heißt Apollo -
4 ωκυσκοπος
См. также в других словарях:
αιγιαλός — Η ακρογιαλιά, ο γιαλός, η ακτή, το περιγιάλι, η ακροθαλασσιά. Η ξηρά που βρέχεται μόνιμα από θάλασσα και όχι από έκτακτες πλημμύρες. Ο α. αποτελεί κοινόχρηστο χώρο και ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο μπορεί να τον εκμεταλλεύεται και να παραχωρεί… … Dictionary of Greek