-
1 ὠκυ-πέδῑλος
ὠκυ-πέδῑλος, mit schnellen Sandalen, Ἑρμῆς Nonn. D. 8, 220.
-
2 ὠκυπέδῑλος
-
3 ωκυπέδιλος
-
4 ὠκυπέδιλος
См. также в других словарях:
ὠκυπέδιλος — ὠκῡπέδιλος , ὠκῦπέδιλος with swift sandals masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)