-
1 ωκυδινητος
-
2 ωκυδινατος
См. также в других словарях:
ωκυδίνητος — και δωρ. τ. ὠκυδίνατος, ον, Α αυτός που περιστρέφεται με ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + δινητός (< δινῶ «περιστρέφομαι»), πρβλ. πολυ δίνητος] … Dictionary of Greek
ὠκυδινάτοις — ὠκυδινά̱τοις , ὠκυδίνητος quick whirling masc/fem/neut dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)