-
1 Ωκεανος
ὅ Океан1) сын Урана - Неба и Геи - Земли, владыка водной стихии Hom., Hes., Aesch.2) великая река, обтекающая всю землю Hom., Hes., Aesch., Her.3) название нын. Атлантического океана Arst., Plut., Diod. -
2 ωκεανός
ο1) океан; 2) перен. океан, море;ωκεανός γνώσεων — обширные знания
-
3 ωκεανός
[окэанос] ουσ α океан. -
4 Ατλαντικός ωκεανός
ο Атлантический океан -
5 Είρηνικός ωκεανός
ο Тихий океан -
6 Ινδικός ωκεανός
ο Индийский океан -
7 Νότιος Παγωμένος ωκεανός
ο Южный Океан -
8 Βόρειος Παγωμένος
ωκεανός ο Северный Ледовитый океан -
9 γενεσις
- εως ἥ1) возникновение, зарождение(γ. καὴ φθορά Plat., Arst.)
2) первоисточник, первоначало(Ὠκεανὸς γ. πάντεσσι τέτυκται Hom.; ἥ γ. τῶν πάντων Ὠκεανός τε καὴ Τηθύς Plat.)
3) происхождение, рождение(γενεηλογεῖν τέν γένεσίν τινος Her.; χρόνος ἀνθρώπου γενέσεως Plut.)
4) образование, появление(ποταμῶν, ἀνέμων Arst.)
5) изготовление, выработка(ἱματίων Plat.)
6) филос. становление(γ. τὸ μεταξὺ τὸ εἶναι καὴ μέ εἶναί, sc. ἐστιν Arst.)
7) творение, природа(πᾶς τ΄ οὐρανὸς πᾶσά τε γ. Plat.)
8) род(ἥ τῶν βασιλέων γ. Plat.)
9) век, поколениеἥ τρίτη γ. Arst. — третья метаморфоза (бабочек)10) гороскоп(τέν γένεσίν τινος διαθεῖναι Anth.)
11) вид, категория (sc. ζῴων Plat.)12) женский половой орган(παιδοπόρος γ. Anth.)
-
10 ακαλαρρειτης
-
11 αναστομοω
1) досл. снабжать устьем, перен. делать сквозным, прорывать насквозь(τάφρον πρὸς τὸν ποταμόν Xen.; τὰς διώρυχας Polyb.; τοὺς πόρους Plut.)
ἀναστομωθέντα ἀγγεῖα Sext. — сообщающиеся сосуды2) med. широко открывать, разевать(φάρυγγος τὸ χεῖλος Eur.)
3) pass. открываться, иметь выход(Ὠκεανὸς κατὰ στενοπόρους αὐχένας ἀνεστομωμένος Arst.; κόλπος ἀνεστόμωται εἰς τὸν Ὠκεανόν Diod.)
-
12 αναχεω
1) наливать, вливать(ὕδατος εἴκοσι μέτρα Hom. - in tmesi)
2) med.-pass. разливаться(Ὠκεανὸς ἀναχεῖται Arst.; ποταμοὴ ἀναχεόμενοι Plut.)
3) распространятьсяἀναχεομένη πραγμάτων γαλήνη Plut. — воцарившееся спокойствие -
13 ανευρυνω
шире раскрывать, делать шире(τὸ στόμα Plut.)
; pass. расширяться(ἀνευρύνεται πάλιν ὅ Ὠκεανός Arst.; πᾶσαι ἀνευρύνονται ὁδοί Luc.)
-
14 αποκολποομαι
-
15 βαθυρροος
-
16 βαρυηχης
-
17 εγκολποομαι
-
18 ειλισσω...
εἱλίσσω...ἑλίσσω, εἱλίσσωатт. ἑλίττω и εἱλίττω (impf. εἵλισσον, fut. ἑλίξω, aor. εἵλιξα; pass.: aor. εἱλίχθην, pf. εἵλιγμαι, ppf. εἱλίγμην)1) кружить, крутить(στρόμβοι κόνιν εἱλίσσουσι Aesch.)
2) вращать, поворачиватьε. βλέφαρα Eur. — оглядываться вокруг, озираться;
ἑλίξασθαι ἔν τινι Hom. — повернуться лицом к кому-л.;ἑλιξάμενος καθ΄ ὅμιλον Hom. — повернувшись к толпе;ἑλίσσεσθαι ἔνθα καὴ ἔνθα Hom. — поворачиваться с боку на бок;ε. (v. l. ἐρέσσειν) πλάταν Soph. — грести, плыть;ἐν τούτοις ἑλίττεται ἥ δόξα ἀληθής Plat. — это и является областью правильного мнения3) катить(αἰθέρ κοινὸν φάος εἱλίσσων Aesch.; Ἥλιος ἵπποισιν εἱλίσσων φλόγα Eur.)
ἑλίξασθαί τι σφαιρηδόν Hom. — бросить что-л. словно мяч4) наматывать(πλόκαμον περὴ ἄτρακτον Her.; λίνον ἡλακάτᾳ Eur.)
τὰς κεφαλὰς εἱλίχατο μίτρῃσι Her. — головы они обвязывали митрами5) обвивать, охватывать, окружать(ὅπλοις Ἀργείων στρατόν Eur.)
ἑλίξαι χεῖρας ἀμφὴ γόνυ τινός Eur. — обнять руками чьи-л. колени;ὅ περὴ πᾶσαν εἱλισσόμενος χθόνα Ὠκεανός Aesch. — обтекающий всю землю Океан6) обдумывать(μῆτίν τινα Soph. - v. l. ἐρέσσειν)
τοιαῦθ΄ ἑλίσσων Soph. — размышляя таким образом7) объезжать, огибать(περὴ τέρματα Hom.)
8) (тж. ε. πόδα и ε. θιάσους Eur.) кружиться в пляске, водить хоровод(εἱλίσσων χορός Eur.)
Λατοῦς γόνον ε. καλλίχορον Eur. — пышными плясками славить детей Лето;εἱλισσόμεναι κύκλια κόραι Eur. — ведущие хоровод девы9) скручивать, свивать, свертывать(τὸ περιβόλαιον NT.)
; med. извиваться, быть извилистым(ποταμὸς εἱλιγμένος Hes.; πόροι ἑλισσόμενοι Arst.; ὅ Νεῖλος ἐλίττεται πρὸς τέν μεσημβρίαν Diod.)
10) сплетать, вплетать11) med. хлопотать, быть занятым, трудиться -
19 ελισσω
ἑλίσσω, εἱλίσσωатт. ἑλίττω и εἱλίττω (impf. εἵλισσον, fut. ἑλίξω, aor. εἵλιξα; pass.: aor. εἱλίχθην, pf. εἵλιγμαι, ppf. εἱλίγμην)1) кружить, крутить(στρόμβοι κόνιν εἱλίσσουσι Aesch.)
2) вращать, поворачиватьε. βλέφαρα Eur. — оглядываться вокруг, озираться;
ἑλίξασθαι ἔν τινι Hom. — повернуться лицом к кому-л.;ἑλιξάμενος καθ΄ ὅμιλον Hom. — повернувшись к толпе;ἑλίσσεσθαι ἔνθα καὴ ἔνθα Hom. — поворачиваться с боку на бок;ε. (v. l. ἐρέσσειν) πλάταν Soph. — грести, плыть;ἐν τούτοις ἑλίττεται ἥ δόξα ἀληθής Plat. — это и является областью правильного мнения3) катить(αἰθέρ κοινὸν φάος εἱλίσσων Aesch.; Ἥλιος ἵπποισιν εἱλίσσων φλόγα Eur.)
ἑλίξασθαί τι σφαιρηδόν Hom. — бросить что-л. словно мяч4) наматывать(πλόκαμον περὴ ἄτρακτον Her.; λίνον ἡλακάτᾳ Eur.)
τὰς κεφαλὰς εἱλίχατο μίτρῃσι Her. — головы они обвязывали митрами5) обвивать, охватывать, окружать(ὅπλοις Ἀργείων στρατόν Eur.)
ἑλίξαι χεῖρας ἀμφὴ γόνυ τινός Eur. — обнять руками чьи-л. колени;ὅ περὴ πᾶσαν εἱλισσόμενος χθόνα Ὠκεανός Aesch. — обтекающий всю землю Океан6) обдумывать(μῆτίν τινα Soph. - v. l. ἐρέσσειν)
τοιαῦθ΄ ἑλίσσων Soph. — размышляя таким образом7) объезжать, огибать(περὴ τέρματα Hom.)
8) (тж. ε. πόδα и ε. θιάσους Eur.) кружиться в пляске, водить хоровод(εἱλίσσων χορός Eur.)
Λατοῦς γόνον ε. καλλίχορον Eur. — пышными плясками славить детей Лето;εἱλισσόμεναι κύκλια κόραι Eur. — ведущие хоровод девы9) скручивать, свивать, свертывать(τὸ περιβόλαιον NT.)
; med. извиваться, быть извилистым(ποταμὸς εἱλιγμένος Hes.; πόροι ἑλισσόμενοι Arst.; ὅ Νεῖλος ἐλίττεται πρὸς τέν μεσημβρίαν Diod.)
10) сплетать, вплетать11) med. хлопотать, быть занятым, трудиться -
20 επιπλατυνω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ὠκεανός — Oceanus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκεανός — Oceanus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωκεανός — Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη, ο Ω. ήταν τεράστιος ποταμός από τον οποίο ανέτειλαν η Ηώς, ο Ήλιος και οι αστέρες, και σε αυτόν βυθίζονταν όταν έδυαν. Οι αρχαίοι πίστευαν επίσης πως πέρα από τον Ω. υπήρχε ο ζοφερός Άδης. Κατά την αρχαία… … Dictionary of Greek
Ωκεανός — ο 1. στην αρχαία μυθολογία, πολύ μεγάλος ποταμός που περιβάλλει κυκλικά τη Γη. 2. μεγάλη έκταση θάλασσας που διαχωρίζει τη μια ήπειρο από την άλλη: Έπλεαν στον Ειρηνικό Ωκεανό. 3. καθετί απέραντο και αχανές: Υπάρχει ωκεανός γνώσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠκέανος — ἀκέανος , ἀκέανος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου … Dictionary of Greek
Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… … Dictionary of Greek
Ινδικός ωκεανός — Ο τρίτος σε έκταση (73.427.000 τ. χλμ.) ωκεανός, μετά τον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό. Αντίθετα από τους άλλους δύο, ο Ι.ω. δεν παρουσιάζει πολλούς βραχίονες. Εκτείνεται από τη νότια Ασία μέχρι την Ανταρκτική και από την ανατολική Αφρική μέχρι τη… … Dictionary of Greek
Ατλαντικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (106.100.000 τ. χλμ.) ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αφρική και τη Βόρεια και Νότια Αμερική. Ανάμεσα στις ηπειρωτικές μάζες της Ευρώπης και της Αφρικής στα ανατολικά και στα δυτικά της Αμερικής απλώνεται η απέραντη θαλάσσια έκταση… … Dictionary of Greek
Βόρειος Παγωμένος ωκεανός — Βλ. λ. Αρκτικός ωκεανός … Dictionary of Greek
Αμάλκιος ωκεανός — Η βορειότερη θάλασσα της Γης, κατά τους αρχαίους Έλληνες. Ταυτίζεται με τον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό … Dictionary of Greek