-
1 ακαλαρρειτης
См. также в других словарях:
ακαλαρρείτης — ἀκαλαρρείτης, ο (Α) αυτός που ρέει ήσυχα, ο ακύμαντος «ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῑο» (Όμ. Η 422). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκαλὸς «ήσυχος, ήρεμος» ή ἀκαλὰ επιρρ. + ρείτης < ρεFε τας < ρέω πρβλ. και ἀκαλάρροος] … Dictionary of Greek
ἀκαλαρρείτης — soft flowing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλαρρείτην — ἀκαλαρρείτης soft flowing masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλαρρείτου — ἀκαλαρρείτης soft flowing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Amerias — (Greek: Ἀμερίας, 3rd century BC) was an ancient Macedonian lexicographer, known for his compilation of a Glossary entitled (Γλῶσσαι Glossai terms,words ). Αnother of his works was called Ῥιζοτομικός, Rhizotomikos (ῥίζα + τέμνειν rhiza + temnein,… … Wikipedia
ακαλάρροος — ἀκαλάρροος, ον (Α) ο ακαλαρρείτης … Dictionary of Greek
βαθυρρείτης — βαθυρρείτης, ο (Α) (για τον Ωκεανό) αυτός που έχει βαθύ ρεύμα, που είναι βαθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + ρείτης < ρεέτης < ρεFέτης < ρέω (πρβλ. ακαλαρρείτης)] … Dictionary of Greek
ἀκαλαρρείταο — ἀκαλαρρείτᾱο , ἀκαλαρρείτης soft flowing masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)