Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὠδίνεσσι

См. также в других словарях:

  • ὠδίνεσσι — ὠδί̱νεσσι , ὠδίς pangs fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιογενής — κοιογενής, ές, θηλ. και κοιογένεια (Α) (το θηλ. ως επίθ. τής Λητώς) αυτή που γεννήθηκε από τον Κοίον («ἀλλ ἁ κοιογενὴς ὁπότ ὠδίνεσσι θύοισ ἀγχιτόκοις ἐπέβαινεν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κοῖος + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. διο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»