-
1 ωδίνεσσι
-
2 ὠδίνεσσι
-
3 ἀγχίτοκος
ἀγχίτοκος, -ον -
4 θυίω
1 rage κασιγνήταν μένει θυίοισαν ἀμαιμακέτῳ (W. Schulze: θύοισαν codd.) P. 3.33 ἁ Κοιογενὴς ὠδίνεσσι θυίοισ' ἀγχιτόκοις (W. Schulze: θύοις, θείαις codd. Strabonis) fr. 33d. 4. -
5 ὁπότε
1 whena introducing temp. cl.,I c. aor. ind.σὲ δ' ἀντία προτέρων φθέγξομαι, ὁπότ ἐκάλεσε πατὴρ, τότ Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι O. 1.37
ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν P. 3.91
ὁπότ' ἀπ Ἄργεος ἤλυθονδευτέραν ὁδὸν Επίγονοι P.8.41.Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ ἄγων P. 12.11
ἢ χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν, ὁπότ' Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις σταθεὶς ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς; I. 7.6 ἀλλ ἁ Κοιογενὴς ὁπότ' ὠδίνεσσι θυίοισ ἀγχιτόκοις ἐπέβα νιν, δὴ τότε τέσσαρες ἀπώρουσαν fr. 33d. 3.II c. impf. ind.φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου, καὶ ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε O. 9.97
ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος, ὁπότε πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά P. 11.19
οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς, καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν (constr. dub.: ἐν Hermann: ὁπότε codd.) I. 1.25b introducing indir. quest.κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου οὐδ' ἡσύχιμον ἁμέραν ὁπότε ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ τελευτάσομεν O. 2.32
οὐ λανθάνει, φοινικοεάνων ὁπότ' οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου εὔοδμον ἐπάγοισιν ἔαρ φυτά νεκτάρεα fr. 75. 14.c frag. ]ων ὁπότε[ Πα. 13. b. 19. -
6 ὠδίς
ὠδῑς (-ῖνος, -ῖνα, -ίνεσσι, -ῖσιν.)a labour, childbirth ἦλθεν δ' ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ ὠδῖνός τ ἐρατᾶς Ἴαμος ἐς φάος ( ὑπ' ὠδίνεσσ ἐραταῖς coni. Wil.) O. 6.43τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαίφρων ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν P. 9.85
ἐπεὶ σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκα θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς ὠδῖνα φεύγων διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ μόλεν N. 1.36
ἀλλ' ἁ Κοιογενὴς ὁπότ ὠδίνεσσι θυίοισ ἀγχιτόκοις ἐπέβα νιν fr. 33d. 3.ἁνίκ' ἀγανόφρων Κοίου θυγάτηρ λύετο τερπνᾶς ὠδῖνος Pae. 12.14
b pregnancyκρύψε δὲ παρθενίαν ὠδῖνα κόλποις O. 6.31
-
7 πολύτλητος
πολύ-τλητος, ον,A having borne much, miserable,γέροντες Od.11.38
, cf. Orph.Fr. 354, Q.S.1.135, al.; alsoὠδίνεσσι πολυτλήτοισι Id.11.25
;γῆρας Id.2.341
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύτλητος
-
8 ὠδίς
Aὠδίνεσσι h.Ap. 92
, Theoc.17.61, etc.: later nom. [full] ὠδίν LXXIs.37.3, 1 Ep.Thess.5.3:— mostly in pl., pangs or throes of childbirth,πικρὰς ὠδῖνας ἔχουσαι Il. 11.271
; τέκε.. ἐν μόναις ὠδῖσιν.. διδύμων σθένος υἱῶν at a single birth, Pi.P.9.85;πόνους ἐνεγκοῦσ' ἐν ὠδῖσι E.Supp. 920
(lyr.);ἐν ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι Id.Ba.89
(lyr.), cf. Ion 452 (lyr.);αἱ δἰ ὠδίνων γοναί Id.Ph. 355
: also in sg., Pi.O.6.43, N.1.36, S.OC 533 (lyr.); .2 in sg. also, that which is born amid throes, child,παῖδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῖνα A.Ag.
1418, cf. Pi.O.6.31, E. Ion45; θαλλὸν ἱερὸν ἐλαίας, Λατοῦς ὠδῖνα (fort. ὠδῖνι) (lyr.); ἄπτερον ὠδῖνα τέκνων, of young birds, Id.HF 1040: pl., children, AP7.549 (Leon.Alex.); ὀρταλίχων ἁπαλὴ ὠδίς, of eggs, Nic.Al. 165;τοῦ ᾠοῦ ἐν ὠδῖνι ὄντος Arist.HA 560b22
; ὠ. Θαλάσσας, of Aphrodite, AP9.386; ὠδὶς μελίσσης, of honey, Nonn.D.5.228, al.II metaph., travail, anguish, A.Ch. 211, Supp. 770 (both sg.): also in pl., of love, , cf. Pl.R. 574a, Phdr. 251e: freq. in LXX, Ex.15.14, al., Ev.Matt.24.8.2 fruit of the mind's travail,τῆς ἐμῆς ὠ. Luc.Dem.Enc.25
;λόγων ὠδῖνες Him. Or.18.3
;ἐπέων Tryph.117
.
См. также в других словарях:
ὠδίνεσσι — ὠδί̱νεσσι , ὠδίς pangs fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιογενής — κοιογενής, ές, θηλ. και κοιογένεια (Α) (το θηλ. ως επίθ. τής Λητώς) αυτή που γεννήθηκε από τον Κοίον («ἀλλ ἁ κοιογενὴς ὁπότ ὠδίνεσσι θύοισ ἀγχιτόκοις ἐπέβαινεν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κοῖος + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. διο… … Dictionary of Greek