Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὕψων

См. также в других словарях:

  • ὑψῶν — ὕψος height neut gen pl (attic epic doric) ὑψόω lift high pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὑψόω lift high pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὑψόω lift high pres part act masc nom sg ὑψόω lift high pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὕψων — Ὕψος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕψων — ὕ̱ψων , ὑψόω lift high imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὕ̱ψων , ὑψόω lift high imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ὑψόω lift high imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὑψόω lift high imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… …   Dictionary of Greek

  • αντιλήπτωρ — ο (ἀντιλήπτωρ) νεοελλ. αυτός που αναλαμβάνει με δικαστική απόφαση την προστασία κάποιου ο οποίος δεν έχει πλήρη πνευματική υγεία αρχ. μσν. βοηθός, προστάτης, υπερασπιστής («ἀντιλήπτωρ μου εἶ, δόξα μου καὶ ὑψῶν τὴν κεφαλήν μου». ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… …   Dictionary of Greek

  • διόπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… …   Dictionary of Greek

  • ορθόκεντρο — Αν A B Γ είναι ένα επίπεδο τρίγωνο, τότε (όπως αποδεικνύεται στη στοιχειώδη γεωμετρία) τα τρία ύψη του δηλαδή οι κάθετοι ευθείες από τις κορυφές του ΑΒΓ στις απέναντι τους πλευρές) περνούν από το αυτό σημείο, που ονομάζεται ο. του τριγώνου. Αν το …   Dictionary of Greek

  • ταχύμετρο — Γεωδαιτικό όργανο, που χρησιμοποιείται στην ταχυμετρική χωρογράφηση, για τη μέτρηση των οριζόντιων και των κατακόρυφων γωνιών β και ν, των αποστάσεων δ και των υψών h μεταξύ του σημείου στάσης και του προσδιοριζόμενου σημείου. * * * το, Ν 1. φυσ …   Dictionary of Greek

  • τετράς — (I) άδος, ἡ, ΜΑ βλ. τετράδα. (II) άντος, ο / τετρᾱς, ᾱντος, ΝΜΑ χάλκινο νόμισμα τών αρχαίων Ρωμαίων που είχε αξία ίση με ένα τέταρτο τού ασσαρίου νεοελλ. γεωμετρικό όργανο ευρύτατης άλλοτε χρήσης για μέτρηση υψών και αποστάσεων ή γωνιών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»