-
1 ύφαιμοι
-
2 ὕφαιμοι
-
3 ῥωγμός
A v. ῥωχμός (B). [full] ῥώδιγγες· πληγαὶ ὕφαιμοι διακεκομμέναι, οἱ δὲ μώλωπες, Hsch. (also [full] ῥώτιγγες Id.). [full] ῥῳδιόν· τὸν ἐρῳδιόν, Id., cf. Hippon.63. -
4 ῥώδιγγες
Grammatical information: ?Other forms: ῥώτιγγες.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: May belong to a Slav. word for `ulcer, wound', e.g. OCS vrědъ, Russ. véred, perh. with further connection with Lat. rōdō `gnaw' etc.; Lidén KZ 56, 222. The form ῥώτιγγες (H.) must then be a derailment (example?; diff. Specht Ursprung 231 n. 3). Or the other way round ῥώδιγγες after σμώδιγγες ? -- The variant rather points to a Pre-Greek word (note also the suffix).Page in Frisk: 2,667Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥώδιγγες
См. также в других словарях:
ὕφαιμοι — ὕφαιμος suffused with blood masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρωδίγξ — και ῥώτιγξ, ιγγος, ἡ, Α στον πληθ. ῥώδιγγες και ῥώτιγγες (κατά τον Ησύχ.) «πληγαὶ ὕφαιμοι διακεκομμέναι, οἱ δὲ μώλωπες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. με εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. στρόφ ιγξ, φόρμ ιγξ). Κατά μία άποψη, ο τ.… … Dictionary of Greek
ύφαιμος — ον, Α 1. γεμάτος αίμα, καταματωμένος («ώστε ὕφαιμοι μὲν oἱ βραχίονες καὶ οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν αὐτῆς ἐγένοντο», Δημοσθ.) 2. (για την ιδιοσυγκρασία, κράση ή για την επιδερμίδα) αιματώδης·3. (κυρίως για άλογο) ζωηρός, θερμόαιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) … Dictionary of Greek