1 ύφαιμα
Morphologia Graeca > ύφαιμα
2 ὕφαιμα
Morphologia Graeca > ὕφαιμα
ύφαιμα — το, Ν ιατρ. συλλογή αίματος στον πρόσθιο θάλαμο τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειος όρος, πρβλ. γαλλ. hyphema] … Dictionary of Greek
ὕφαιμα — ὕφαιμος suffused with blood neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)