-
1 ύστριχος
-
2 ὕστριχος
-
3 καλιά
A wooden dwelling, hut, Hes.Op. 374, 503, Call. Fr. 131; esp. barn, granary, Hes.Op. 301, 307; bird's nest, Theoc. 29.12, Ps.-Phoc.84, A.R.1.170, 4.1095, Luc.Syr.D.29, Anacreont. 25.7; lair,ὕστριχος Call.Dian.96
; shrine or grotto, containing the image of a god, AP6.253 (Crin.), IG12(2).484.15 (Mytil.). Cf. καλιός. [[pron. full] ῑ in Hes., etc.; [pron. full] ῐ in Theoc. and Ps.-Phoc.]
См. также в других словарях:
ύστριχος — (I) ο, Ν ζωολ. βλ. ύστριξ. (II) (ὕστριχος) ὁ, Α είδος μαστιγίου, ὑστριχίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τής λ. ὑστριχίς, κατά τα αρσ. σε ος] … Dictionary of Greek
ὕστριχος — ὕστριξ porcupine masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύσθριξ — ὕστριχος, ὁ, ἡ, Α βλ. ὕστριξ … Dictionary of Greek
ύστρηχος — ο, Ν ζωολ. εσφ. τ. τού ύστριχος … Dictionary of Greek
ύστριξ — ο, η / ὕστριξ, ιχος, ΝΑ, και ύστριχος Ν, και ὕστριγξ, ιγγος, Α (λόγιος τ.) ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, τρωκτικών, τυπικών εκπροσώπων τής οικογένειας υστριχίδες, που μοιάζουν με τον σκαντζόχοιρο και χαρακτηρίζονται … Dictionary of Greek