-
1 υποχος
21) подчиненный, подвластный(πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα Xen.)
βασιλῆς (ион.) βασιλέως ὕποχοι μεγάλου Aesch. — цари, подвластные великому (т.е. персидскому) царю2) повинный, виновный(τινος Dem.)
См. также в других словарях:
ὕποχος — subject masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύποχος — ον, Α [ὑπέχω] 1. υπήκοος 2. ένοχος («τῇ τῶν ἀνδροφόνων οὐδὲν ἧττον ὕποχος δίκῃ καθέστηκεν», Φίλ.) … Dictionary of Greek
ὕποχον — ὕποχος subject masc/fem acc sg ὕποχος subject neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόχους — ὕποχος subject masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕποχα — ὕποχος subject neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕποχοι — ὕποχος subject masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)