Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ὕποχος

См. также в других словарях:

  • ὕποχος — subject masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύποχος — ον, Α [ὑπέχω] 1. υπήκοος 2. ένοχος («τῇ τῶν ἀνδροφόνων οὐδὲν ἧττον ὕποχος δίκῃ καθέστηκεν», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • ὕποχον — ὕποχος subject masc/fem acc sg ὕποχος subject neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόχους — ὕποχος subject masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕποχα — ὕποχος subject neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕποχοι — ὕποχος subject masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»