-
41 δύς-υπνος
δύς-υπνος, schlecht schlafend, Sp.
-
42 βαθύ-υπνος
βαθύ-υπνος, in tiefem Schlaf, Nic. Th. 394.
-
43 αἰέν-υπνος
αἰέν-υπνος, der ewige Schlaf, Tod, Soph. O. C. 1574, nach Herm. Emend.
-
44 ἀεί-υπνος
ἀεί-υπνος, immer schlafend, Scho I. Soph. O. C. 1578.
-
45 ὀλιγό-ϋπνος
ὀλιγό-ϋπνος, von wenigem, kurzem Schlafe, App.
-
46 ἄφ-υπνος
ἄφ-υπνος, auferweckt, Sp.
-
47 ἄγρ-υπνος
ἄγρ-υπνος, schlaflos, Ζηνὸς βέλος, unermüdlich, Aesch. Pr. 358; Theocr. 24, 104 u. oft in Anth., z. B. πόϑος Mel. 21 (Xt I, 19); μέριμναι Stat. Fl. 8 ( Plan. 211); δυςπαϑία Iulian. 27 ( Plan. 113); bes. von Sorzen; ἀγρ. ὑπὸ φροντίδων Luc. Dial. Mort. 7, 4; wachsam, ὥςπερ κύνες Plat. Rep. III, 404 a; τὸ ἄγρ., Wachsamkeit, Plut. Is. et Os. 11. – Den Schlaf vertreibend, Arist. probl. 18, 7.
-
48 ἔν-υπνος
-
49 ἔξ-υπνος
ἔξ-υπνος, aufgeweckt, N. T.
-
50 ὠμό-ϋπνος
ὠμό-ϋπνος, halb im Schlafe, zwischen Schlafen u. Wachen; ὠμόϋπνον ἀνιστάναι τινά Eupol. bei Zon. v. ἐγερϑῆναι; Philostr. v. Apoll. 8, 31.
-
51 ἡμι-άγρ-υπνος
ἡμι-άγρ-υπνος, halb wach, Sp.
-
52 uyuma
ύπνος -
53 sommeil
ύπνος -
54 spánek
ύπνος -
55 spaní
ύπνος -
56 uyku
ύπνος, νύστα -
57 νήδυμος
νήδυμος ὕπνος, kommt bei Hom. zwölfmal vor, Iliad. 2, 2. 10, 91. 187. 14, 242. 253. 354. 16, 454. 23, 63 Odyss. 4, 793. 12, 311. 366. 13, 79. Hieran schließen sich Hom. hymn. Ven. 172 Batrachom. 47; bei Sp. einzeln, z. B. Quint. Smvrn. 2, 163; Sext. Empir. adv. math. 7, 273, mit Anspielung auf Homer, νηδύμῳ κατασχεϑέντες ὕπνῳ. Aristarch leitete νήδυμ ος von dem verneinenden νη–. und δύομαι ab, vgl. ἀμφίδυμος; νήδυμος ὕπνος also ein Schlaf, aus dem man nicht heraus kann, ein tiefer, fester, gesunder Schlaf, wie νήγρετος, mit welchem Worte νήδυμος Odyss. 13, 79 verbunden ist, καὶ τῷ νήδυμος ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν, νήγρετος ἥδιστος, ϑανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς. S. über Aristarchs Ansicht Scholl. Aristonic. Iliad. 2, 2. 10, 187. 16, 454. 23, 63 Odyss. 4, 793. Aus diesen Scholien geht hervor, daß es im Alterthum eine v. l. ἥδυμος gab, ἥδυμος Nebenform von ἡδύς, ἥδυμος ὕπνος = der süße Schlaf. Diese Form ἥδυμος, oder vielmehr mit Digamma Fήδυμος, hält Buttmann in der sehr tüchtigen Abhandlung Lexilog. 1 S. 179 für die ursprüngliche Lesart im Homer, aus welcher sich nach dem Verschwinden des Digamma durch Mißverständniß und Irrthum die Lesart νήδυμος herausgebildet habe, schon sehr früh. – Spätere Dichter scheinen die Form νήδυμος in der Bedeutung »süß«, »angenehm«, »lieblich« gebraucht zu haben; Hom. hymn. Pan. 16 δονάκων ὕπο μοῦσαν ἀϑύρων νήδυμ ον; Anth. Plan. 217 Καλλιόπη μὲν ἐγώ· Κύρῳ δ' ἐμὸν ὤπασα μαζόν, ὃς τρέφε ϑεῖον Ὅμηρον, ὅϑεν πίε νήδυμος Ὀρφεύς. – Vgl. ἥδυμος und νηδύμιος.
-
58 сон
сна α.1. ύπνος•пробудиться ото сна ξυπνώ από τον ύπνο•
спокойный сон ήσυχος (ήρεμος) ύπνος•
неспокойный сон το κακουπνι•
меня клонит ко сну μού ρχεται νύστα•
крпкий сон βαθύς ύπνος•
я сон потерял μού φύγε ο ύπνος (ξαγρύπνησα)•
погрузиться в сон βυθίζομαι στον ύπνο•
со сна ничего я не расслышал δεν άκουσα τίποτε, γιατί κοιμήθηκα•
сон видишь во сне βλέπω στον ύπνο (ονειρεύομαι)•
отойти ко сну πηγαίνω για ύπνο (να κοιμηθώ).
|| νάρκη.2. όνειρο•страшный сон τρομακτικό όνειρο•
толковать сны εξηγώ το όνειρα•
верить в сны πιστεύω στα όνειρα.
|| ονειροφαντασία•всё это сон όλ αυτά είναι ονειροφαντασίες.
εκφρ.приятного сна – (ευχή) καλόν ύπνο•сквозь сон (слышать, чувствовать – σαν στον ύπνο (ακούω, αισθάνομαι), ασαφώς, συγκεχυμένα•спать (заснуть, уснуть) вечным сном – κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο•спать сном праведника (праведных) – κοιμούμαι μακάρια•восстать (воспрянуть) ото сна – σηκώνομαι από τον ύπνο•ни сном ни духом не виноват – είμαι τελείως αθώος•ни сном ни духом не знать – δε γνωρίζω,(δεν ξέρω) τίποτε απολύτως, έχω τελεία άγνοια για κάτι•сна ни в одном глазу нет – δε νυστάζω καθόλου. -
59 Ύπνω
-
60 ύπνω
ὕπνονlichen: neut nom /voc /acc dualὕπνονlichen: neut gen sg (doric aeolic)ὕπνοςsleep: masc nom /voc /acc dualὕπνοςsleep: masc gen sg (doric aeolic)ὕ̱πνω, ὑπνόωput to sleep: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ὑπνόωput to sleep: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)ὑπνόωput to sleep: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————ὕπνονlichen: neut dat sgὕπνοςsleep: masc dat sg
См. также в других словарях:
Ὕπνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπνος — sleep masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek
ύπνος — ο 1. η κατάσταση του κοιμισμένου, η φυσιολογική νάρκη του εγκεφάλου, κατά την οποία παρατηρείται μείωση της συνείδησης και της κινητικής ικανότητας: Ο ύπνος είναι αδελφός του θανάτου. 2. μτφ., κάθε κατάσταση ψυχικής ή διανοητικής αδράνειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὕπνος γλυκίων μέλιτος. — ὕπνος γλυκίων μέλιτος. См. Сладкий сон … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὁ ὕπνος θανάτου ἀδελφός. — ὁ ὕπνος θανάτου ἀδελφός. См. Сон смерти брат … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ГИПНОС — • Ύπνος, Somnus (от sopire), бог сна, сын Ночи (Νύξ), брат близнец Смерти (Θάνατος), с которой он живет в подземном мире. Ноm. Il. 16, 672, 14, 231. Hesiod. theog. 211. 758. Между тем как бессердечный и возбуждающий ужас даже в богах… … Реальный словарь классических древностей
Ὕπνω — Ὕπνος masc nom/voc/acc dual Ὕπνος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕπνε — Ὕπνος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπνε — ὕπνος sleep masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕπνοι — Ὕπνος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)