Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὕπαιϑρα

См. также в других словарях:

  • ὕπαιθρα — ὕπαιθρος public neut nom/voc/acc pl ὑπαίθριος under the sky neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γιαλλινάς ή Γυαλινάς, Άγγελος — (Κέρκυρα 1857 – 1939). Ζωγράφος. Έγινε διάσημος για τις θαυμάσιες υδατογραφίες του. Μαθήτευσε αρχικά κοντά στον Κερκυραίο ζωγράφο Χαράλαμπο Παχή και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Βενετία, στη Νάπολη και στη Ρώμη. Επιστρέφοντας στην Κέρκυρα,… …   Dictionary of Greek

  • EXCELSA — in quibus Israelitae idolis suis sacra fecêre, hanc habuêre originem. Antiquitus Gentiles, non solum nulla habuêre templa, in quibus sacra peragerent, sed nec exstruere illa licitum esse credebant: quod enim Soli, quem pro Deorum sum mum habuêre …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θεατήρια — θεατήρια, τά (Μ) [θεατήρ] (κατά τον Λέοντα τον Σοφό) «ὑπαιθρα, ἅ πρός μόνην καί ὑπαέριον ἁπόλαυσιν έπινενόηνται καὶ ἡλιακά προσαγορεύονται» …   Dictionary of Greek

  • ύπαιθρος — ο / ὕπαιθρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο, υπαίθριος (α. «ύπαιθρος χώρα» β. «ὕπαιθρος εὐνή», Ιπποκρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ύπαιθρος (ενν. χώρα) οι αγροί και τα χωριά, τα μέρη που βρίσκονται έξω από τις πόλεις και σε… …   Dictionary of Greek

  • Αργυρός, Ουμβέρτος — (Καβάλα 1877 –Αθήνα 1963).Ζωγράφος. Υπήρξε μαθητής πρώτα του Νικηφόρου Λύτρα και του Γεωργίου Ροϊλού στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και αργότερα του Λεφτς και του Μάαρ στην Ακαδημία του Μονάχου. Ο Α. επιζητούσε να μεταδώσει στα έργα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»