Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὕλης

См. также в других словарях:

  • Ὑλῆς — Ὑλεύς Ringwood masc nom pl Ὑλεύς Ringwood masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλῆς — ὑλάω bark pres ind act 2nd sg (doric) ὑλάω bark pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὕλης — Ὕλη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕλης — ὕ̱λης , ὕλη forest fem gen sg (attic epic ionic) ὗλις mud fem nom/voc pl (doric aeolic) ὕ̱λης , ὑλάω bark imperf ind act 2nd sg (doric) ὕ̱λης , ὑλάω bark imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ὕ̱λης , ὑλάω bark imperf ind act 2nd sg ὑλάω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὕλῃς — Ὕλη fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕλῃς — ὕ̱λῃς , ὕλη forest fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …   Dictionary of Greek

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • вещь — ВЕЩ|Ь (1186), И с. 1.Вещь, предмет обихода; собир. имущество: иже и помалоу. имениѥ и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра нищихъ ||=въложиша. (χρήματα) ЖФСт XII, 43 43 об.; понѥже отъ родитель даѥмыимъ въ даровъ мѣсто чадомъ. или о сътѩжаныихъ вещии… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»