Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὕλημα

См. также в других словарях:

  • ὕλημα — ὕ̱λημα , ὕλημα woody plants neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύλημα — ήματος, τὸ, Α θάμνος, χαμόκλαδο, ιδίως ως περιληπτική ονομασία τών φυτών που κατατάσσονται μεταξύ θάμνων και βοτάνων («ἐν δὲ τοῑς θαμνώδεσι καὶ ὅλως τοῑς κλήμασιν οἷον καλάμῳ τε καὶ νάρθηκι καὶ τοιούτοις εἰσίν», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • υληματικός — ή, όν, Α [ὕλημα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα υλήματα («καὶ ἐνίων ὑληματικῶν ὧν αἱ μὲν ῥίζαι γλυκεῑαι τὰ δὲ ὑπὲρ γῆς οὐχ ὅμοια», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • ὑλημάτων — ὑ̱λημάτων , ὕλημα woody plants neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλήμασι — ὑ̱λήμασι , ὕλημα woody plants neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλήμασιν — ὑ̱λήμασιν , ὕλημα woody plants neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλήματα — ὑ̱λήματα , ὕλημα woody plants neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλήματος — ὑ̱λήματος , ὕλημα woody plants neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»