-
1 vodà
vodà Grammatical information: f. ā Accent paradigm: c Proto-Slavic meaning: `water'Old Church Slavic:Russian:vodá `water' [f ā], vódu [Accs]Czech:Slovak:Polish:Serbo-Croatian:vòda `water' [f ā], vȍdu [Accs];Čak. vodȁ (Vrgada, Novi, Hvar) `water' [f ā], vȍdu [Accs];Čak. vodȁ (Orbanići) `water' [f ā], vȍdo [Accs]Slovene:vóda `water' [f ā]Bulgarian:vodá `water' [f ā]Proto-Balto-Slavic reconstruction: u̯ondōrLithuanian:vanduõ `water' [m n] 3aLatvian:Old Prussian:wundan `water';unds `water'Indo-European reconstruction: The origin of *vodà is the heteroclitic noun *uod-r/n- `water'. The fact that the etymon was not affected by Winter's law calls for an explanation. Kortlandt (1979: 60-61, cf. 1988: 388-389) claims that the vocalism of * voda continues the Gsg. * (v)undnes of a Balto-Slavic noun * vondōr, with a nasal infix originating from a suffix, as in Latv. unda (cf. Thurneysen 1883). The sequence ndn blocked Winter's law (cf. the regular acute in Lith. vanduõ). The vocalism * vod- arose in Proto-Slavic when *un was lowered before a tautosyllabic stop, which development was followed by the dissimilatory loss of the *n (cf. -> * ogn'ь).Other cognates:Skt. udán- (RV+) `water' [n];Hitt. u̯ātar `water' [n], u̯etenas [Gens];
См. также в других словарях:
ὕδωρ — water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek
ύδωρ — το γεν. ύδατος, πληθ. ύδατα 1. το νερό, το υγρό στοιχείο της φύσης (θάλασσες, ποταμοί, λίμνες, πηγές, βροχή κτλ.). 2. γενική ονομασία διάφορων χημικών ή φυσικών υγρών: Βαρύ ύδωρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὕδωρ παραρρεῖ. — ὕδωρ παραρρεῖ. См. Время летит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὑδωρ ὑπέρῳ πλήττειν. — ὑδωρ ὑπέρῳ πλήττειν. См. Воду толочь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ύδωρ, βαρύ — Ένωση, χημικά ανάλογη με το κοινό νερό, αλλά με διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά, επειδή στο μόριό του, αντί των δύο ατόμων του υδρογόνου, περιέχει δύο ισότοπά του, που ονομάζονται δευτέριο (σύμβολο D). Επειδή η ατομική μάζα του δευτέριου είναι… … Dictionary of Greek
εφ' ύδωρ — ἐφ ὕδωρ και όχι ἐφύδωρ, ὁ (Α) 1. ο φύλακας, ο επιστάτης τού υδραυλικού ρολογιού (κλεψύδρας) στα αθηναϊκά δικαστήρια 2. (ως εμπρόθ. προσδ.) ἐφ ὕδωρ υπό το ύδωρ, κάτω από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὕδωρ] … Dictionary of Greek
Βόρβόρῳ ὑδωρ Λαμπρὸν μαίνων, οὔποδ’ εὑρήσεις ποτόν. — βόρβόρῳ ὑδωρ Λαμπρὸν μαίνων, οὔποδ’ εὑρήσεις ποτόν. См. Не плюй в колодезь, приведется воды напиться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. — ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. См. Клятвы любовные … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αμαρήιον ύδωρ — ἀμαρήιον ὕδωρ (Α) [ἀμάρα] το νερό τής αμάρας, νερό που κυλά μέσα από τον οχετό … Dictionary of Greek
Ἄριστον μὲν ὕδωρ. — См. Голая правда, истина … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)