-
1 ὑδρ-αύλης
-
2 ὑδρ-αύλησις
ὑδρ-αύλησις, ἡ, = ὕδραυλις, Sp.
-
3 ὑδρ-αγωγός
ὑδρ-αγωγός, Wasser führend, leitend, Plut. qu. nat. 9, ὁ ὑδραγωγός, der über Wasserleitungen die Aufsicht hat od. über sie schreibt; τὸ ὑδραγωγόν, die Wasserleitung, LXX.
-
4 ὑδρ-αγωγεῖον
ὑδρ-αγωγεῖον, τό, Wasserleitung, Strab.
-
5 ὑδρ-αγωγέω
ὑδρ-αγωγέω, Wasser leiten, Strab. XIII.
-
6 ὑδρ-αγωγία
ὑδρ-αγωγία, ἡ, das Führen, Leiten des Wassers, Plat. Tim. 77 c; die Wasserleitung, Sp.
-
7 ὑδρ-αγώγιον
ὑδρ-αγώγιον, τό, = ὑδραγωγεῖον.
-
8 ὑδρ-αλεσία
ὑδρ-αλεσία, ἡ, = Folgdm.
-
9 ὑδρ-αλετία
ὑδρ-αλετία, ἡ, die Wassermühle, Hesych.
-
10 ὑδρ-αλέσια
ὑδρ-αλέσια, τά, plur. von ὑδραλέσιον, die Wassermühle, Sp.
-
11 ὑδρ-αλέτης
ὑδρ-αλέτης, ὁ, der Wassermüller (?). Bei Strab. 12, 3, 30 (556) Wassermühle.
-
12 ὑδρ-οσφράντης
ὑδρ-οσφράντης, ὁ, Wasserriecher, Alciphr. 3, 61, als Eigenname.
-
13 ὑδρ-άρπαξ
ὑδρ-άρπαξ, αγος, ὁ, die Wasseruhr, vgl. κλεψύδρα; Sp., wie Simplic. ad Arist. coel. 2 p. 127 b.
-
14 ὑδρ-άργυρος
ὑδρ-άργυρος, ὁ, das künstlich bereitete, aus dem Zinnobererz gezogene Quecksilber, weil es flüssig ist u. an Farbe dem Silber gleicht; vgl. ἄργυρος χυτός, wie das natürliche od. gediegene heißt; Sp., wie Diosc.
-
15 ὑδρ-άλμη
ὑδρ-άλμη, ἡ, Salzwasser, Sp.
-
16 ὑδρ-έλαιον
ὑδρ-έλαιον, τό, Wasser, mit Oel gemischt; Plut. Symp. 4, 1, 3; Diosc.
-
17 ὑδρ-ώδης
-
18 ἐξ-υδρ-ωπιάω
ἐξ-υδρ-ωπιάω, die Wassersucht bekommen, daran leiden, Arist. H. A. 5, 20.
-
19 ὑδραλέσια
ὑδρ-αλέσια, τά, u. ὑδρ-αλεσία, ἡ, die Wassermühle -
20 ὑδραίνω
A water, ὑ. [γᾶν], of a river, E.Tr. 226 (lyr.);ὑ. τινά
wash, sprinkle with water,Id.
IT54:—[voice] Med., wash oneself, bathe,ὑδρηναμένη Od.4.750
, 759; λουτρὰ ὑδράνασθαι χροΐ pour water over one's body, E.El. 157 (lyr.).II ὑδραίνειν χοάς τινι pour libations to.., Id.IT 161 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδραίνω
См. также в других словарях:
υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek
κεφαλύδρωψ — και κεφαλύδερος, ο υδροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ύδρ ωψ < θ. ὕδρ (τού ὕδωρ, πρβλ. ἄν υδρ ος) + ωψ (< ὄπωπα), πρβλ. ευρύ ωψ, ελίκ ωψ] … Dictionary of Greek
κλεψύδρα — Αρχαίο όργανο μέτρησης του χρόνου· πήλινο αγγείο απ’ όπου έρεε, κατά σταγόνες, το νερό. Συνήθως οι κ. είχαν σχήμα X. Όταν όλο το νερό είχε περάσει από το επάνω δοχείο στο κάτω, η κ. αναστρεφόταν και άρχιζε ξανά η μέτρηση του χρόνου. Με τη… … Dictionary of Greek
ορσύδρα — η (Α ὀρσύδρα) νεοελλ. σωλήνας προσαρμοσμένος στο εξωτερικό οικοδομής για την αποχέτευση τών νερών τής βροχής, υδρορρόη, λούκι αρχ. σωλήνας, με τον οποίο ανεβαίνει το νερό σε ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσ(ο) , κατά τα σύνθ. σε ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + υδρ … Dictionary of Greek
Anglish — is a form of constrained writing in English in which words with Greek, Latin, and Romance roots are replaced by Germanic ones. (See etymology.)Sometimes this is achieved by use of synonyms and sometimes by neologisms. When merely consisting of… … Wikipedia
List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) … Wikipedia
Μοραίος — Μοραῑος, ὁ (Μ) Πελοποννήσιος, Μοραΐτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. Μορέας + κατάλ. αῖος (πρβλ. Υδρ αίος)] … Dictionary of Greek
εξυδρίας — ἐξυδρίας, ο (Α) άνεμος που πνέει με ραγδαία βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + θ. υδρ (ύδωρ) + επίθημα ίας] … Dictionary of Greek
ιεραγώ — ἵεραγῶ, έω (Α) μεταφέρω προσφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + αγώ (< αγός < αγός < άγω), πρβλ. ξεν αγώ, υδρ αγώ] … Dictionary of Greek
καταγωγείον — καταγωγεῑον, τὸ (Α) το καταγώγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγωγεῖον (< ἀγωγεῖον < ἀγωγός), πρβλ. προσ αγωγείον, υδρ αγωγείον] … Dictionary of Greek