-
1 ύδραυλις
-
2 ὕδραυλις
-
3 ὕδραυλις
-
4 ὕδραυλις
-
5 ὕδραυλις
A hydraulic organ, invented by Ctesibius, Ath.4.174b, cf. Aristocl.ib.c, Ph.Bel.77.43 (- ὴν codd.), Hero Spir.1.28, Simp. in Ph. 681.7; described by Hero Spir.1.42:—so τὸ ὑδραυλικὸνGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕδραυλις
-
6 υδραύλεις
ὕδραυλιςhydraulic organ: fem nom /voc pl (attic epic)ὕδραυλιςhydraulic organ: fem nom /acc pl (attic) -
7 ὑδραύλεις
ὕδραυλιςhydraulic organ: fem nom /voc pl (attic epic)ὕδραυλιςhydraulic organ: fem nom /acc pl (attic) -
8 ὑδραυλικός
ὑδραυλικός, zur ὕδραυλις gehörig, Heron.
-
9 ὑδρ-αύλης
-
10 ὑδρ-αύλησις
ὑδρ-αύλησις, ἡ, = ὕδραυλις, Sp.
-
11 υδραύλεσιν
-
12 ὑδραύλεσιν
-
13 υδραύλεων
-
14 ὑδραύλεων
-
15 υδραύλεως
-
16 ὑδραύλεως
-
17 ύδραυλιν
-
18 ὕδραυλιν
-
19 ὑδραύλης
A one who plays the ὕδραυλις, POxy.93.2 (iv A. D.), Cod.Just.10.48.4; also [full] ὕδραυλος, ὁ, SIG737.4 (Delph., i B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδραύλης
-
20 ὕδρας
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὕδραυλις — hydraulic organ fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδραυλις — η / ὕδραυλις, αύλεως, ΝΑ μουσ. μουσικό όργανο τής αρχαιότητας με πολλούς αυλούς που εφευρέθηκε από τον Κτησίβιο τον Αλεξανδρέα, το 200 περίπου π.Χ., και στο οποίο η πίεση τού νερού προκαλούσε το ρεύμα αέρα που παρήγε τους ήχους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ὑδραύλεις — ὕδραυλις hydraulic organ fem nom/voc pl (attic epic) ὕδραυλις hydraulic organ fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδραύλεσιν — ὕδραυλις hydraulic organ fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδραυλιν — ὕδραυλις hydraulic organ fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδραυλικός — ή, ό / ὑδραυλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕδραυλος / ὕδραυλις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοχέτευση τού νερού και τη χρησιμοποίησή του σε μηχανικά έργα («υδραυλικός μηχανισμός») νεοελλ. 1. υδρευτικός («υδραυλική εγκατάσταση» σύστημα σωληνώσεων και… … Dictionary of Greek
υδραύλης — ὁ, ΜΑ αυτός που παίζει το όργανο ύδραυλις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδραυλις, κατά τα αρσ. σε ης] … Dictionary of Greek
υδραύλησις — αυλήσεως, ἡ, Α η ύδραυλις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδραυλις, κατά τα θηλ. σε (η)σις] … Dictionary of Greek
Гидравлика — I см. Газовое производство. II есть учение о движении жидкостей, приноровленное к практическим целям. Искусство управлять движением вод в естественных и искусственных руслах и резервуарах, а также пользоваться течением воды и ветром для… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Hydraulis — Wasserorgel, nach der Beschreibung des Heron von Alexandria gezeichnet … Deutsch Wikipedia
hidráulico — (Del lat. hydraulicos < gr. hydraulikos < hydraulis, órgano musical movido por el agua.) ► adjetivo 1 MECÁNICA Que se mueve por la fuerza del agua: ■ turbina hidráulica. 2 MECÁNICA De la hidráulica. 3 MECÁNICA Que funciona mediante un… … Enciclopedia Universal