Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὕδρῳ

См. также в других словарях:

  • υδρώ — άω, Α ὑδερῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. άλλος τ. αντί ὑδερῶ] …   Dictionary of Greek

  • ύδρω — τὸ, Α βλ. ύδωρ …   Dictionary of Greek

  • ὕδρῳ — ὕδρος water snake masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειψυδρώ — λειψυδρῶ, έω (Μ) 1. πάσχω από έλλειψη νερού 2. συνεκδ. ξεραίνομαι τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ (βλ. λείπω) + ὑδρῶ (< * υδρος < ὕδωρ), πρβλ. εν υδρώ] …   Dictionary of Greek

  • ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν …   Dictionary of Greek

  • Capybara — Capybara[1] Conservation status …   Wikipedia

  • Hydrogen — This article is about the chemistry of hydrogen. For the physics of atomic hydrogen, see Hydrogen atom. For other meanings, see Hydrogen (disambiguation). ← hydrogen → helium …   Wikipedia

  • πρωτοϋδρώ — έω, Α δικαιούμαι να χρησιμοποιήσω πρώτος νερό για άρδευση από κοινό πηγάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + υδρῶ (< υδρος < ὕδωρ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»