-
1 ύδρωπες
-
2 ὕδρωπες
-
3 ὕδερος
A = ὕδρωψ, dropsy, Id.Int.22, Arist. EN 1150b33, etc.;ὑδέρῳ νοσήματι Id.Fr. 486
.
См. также в других словарях:
ὕδρωπες — ὕδρωψ dropsy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)