1 ὑϊσμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑϊσμός
2 υισμόν
Morphologia Graeca > υισμόν
3 ὑισμόν
Morphologia Graeca > ὑισμόν
4 ὑΐζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑΐζω
υϊσμός — ὁ, Α [ὑΐζω] η κραυγή τού χοίρου, γρυλλισμός … Dictionary of Greek
ὑισμόν — ὑισμός squealing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)