-
1 ὑψί-νομος
-
2 ὑψίνομος
ὑψῐ-νομος, ον,A feeding on high places, of the goat, Eust.472.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίνομος
-
3 ὑψίνομος
См. также в других словарях:
υψίνομος — ον, Μ (για γίδα) αυτός που βόσκει σε ψηλούς τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + νομος* (< νομή «βοσκή»] … Dictionary of Greek