Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑψί-δειρος

См. также в других словарях:

  • δείρος — δεῑρος, το (Α) 1. δειρή 2. δειράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Είτε πρόκειται για παράλληλο τ. τού δειράς* είτε προήλθε από το σύνθ. υψί δειρος «αυτός που έχει υψηλούς βράχους», παρασυνδεθέν με το β συνθετικό του] …   Dictionary of Greek

  • μελάνδειρος — μελάνδειρος, (Α) αυτός που έχει μαύρο τράχηλο, μαυρολαίμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + δειρή «δέρμα» (πρβλ. αιολό δειρος, υψί δειρος)] …   Dictionary of Greek

  • υψίδειρος — ον, Α (συν. για την γη τών Δελφών) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δειρος (< δειρή «λαιμός»), πρβλ. πολύ δειρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»