-
1 ὑψίδειρος
ὑψῐ-δειρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψίδειρος
-
2 δειράς
δειράς, - άδοςGrammatical information: f.Meaning: `hight, mountain-ridge' (h. Ap.); the exact meaning is uncertain, s. DELGDialectal forms: Cret. δηράςDerivatives: Without the suffixes (or from δειρή; s. below) δειραῖος `hilly' (Lyc.); thus as last member ὑψί-δειρος. - Also δεῖρος λόφος. καὶ ἀνάντης τόπος H.; derived from ὑψί-δειρος? s. Risch 134.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Als Grundform empfiehlt sich *δερσάς (on the phonetics Schwyzer 285), which differs only in the vocalism from Skt. dr̥ṣád- `rock, millstone' (Fick3 1, 106 etc.). The connection tends to be abandoned; Mayrhofer EWAia741f.; - αδ- cannot be IE. Diff. Ehrlich KZ 39, 569f.: from *δερι̯ο- to βορέας etc. (s. v.); thus Forbes Glotta 36 (1958) 248. - Late connected with δειρή (Schwyzer 507 n. 6). - The suffix, and the rest, seems Pre-Greek.Page in Frisk: 1,358Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δειράς
См. также в других словарях:
δείρος — δεῑρος, το (Α) 1. δειρή 2. δειράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Είτε πρόκειται για παράλληλο τ. τού δειράς* είτε προήλθε από το σύνθ. υψί δειρος «αυτός που έχει υψηλούς βράχους», παρασυνδεθέν με το β συνθετικό του] … Dictionary of Greek
μελάνδειρος — μελάνδειρος, (Α) αυτός που έχει μαύρο τράχηλο, μαυρολαίμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + δειρή «δέρμα» (πρβλ. αιολό δειρος, υψί δειρος)] … Dictionary of Greek
υψίδειρος — ον, Α (συν. για την γη τών Δελφών) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + δειρος (< δειρή «λαιμός»), πρβλ. πολύ δειρος] … Dictionary of Greek