-
1 ὑψοταπείνωμα
A variation of fortune, vicissitude, Vett.Val. 10.24, al., Critodem. in Cat.Cod.Astr.8(1).259: cf. ὑψηλοταπείνωμα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψοταπείνωμα
-
2 υψοταπεινώμασι
-
3 ὑψοταπεινώμασι
-
4 υψοταπεινώματι
-
5 ὑψοταπεινώματι
-
6 ὑψηλοταπείνωμα
A ups and downs of fortune, vicissitudes, Paul.Al.M.3: cf. ὑψοταπείνωμα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψηλοταπείνωμα
См. также в других словарях:
υψοταπείνωμα — ώματος, τὸ, Α οι αλλαγές τής τύχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψος + ταπείνωμα] … Dictionary of Greek
ὑψοταπεινώμασι — ὑψοταπείνωμα variation of fortune neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψοταπεινώματι — ὑψοταπείνωμα variation of fortune neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)