-
1 ὑψι-πότητος
ὑψι-πότητος, = ὑψιπέτης, hochfliegend, Nonn. 5, 295.
-
2 ὑψιπότητος
ὑψῐ-πότητος, ον,A = ὑψιπέτης, flying aloft, soaring, Nonn.D.5.295,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιπότητος
-
3 ὑψιπότητος
См. также в других словарях:
υψιπότητος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) υψιπέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ποτητός (< ποτάομαι «πετώ»)] … Dictionary of Greek