-
1 ὑψι-παγής
-
2 ὑψιπαγής
См. также в других словарях:
χαμαιπαγής — ές, Α προσκολλημένος στη γη, κολλημένος στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + παγής (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. ἀρτι παγής, ὑψι παγής] … Dictionary of Greek
υψιπαγής — ές, ΜΑ αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη («ὄγδοον ἔσκον ἔγωγε πελώριος ἐνθάδε τύμβος, ὑψιπαγής», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + παγής (< πήγνυμι), πρβλ. εὐ παγής] … Dictionary of Greek