Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὑψι-παγής

См. также в других словарях:

  • χαμαιπαγής — ές, Α προσκολλημένος στη γη, κολλημένος στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + παγής (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. ἀρτι παγής, ὑψι παγής] …   Dictionary of Greek

  • υψιπαγής — ές, ΜΑ αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη («ὄγδοον ἔσκον ἔγωγε πελώριος ἐνθάδε τύμβος, ὑψιπαγής», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + παγής (< πήγνυμι), πρβλ. εὐ παγής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»