-
1 ὑψι-κέλευθος
ὑψι-κέλευθος, auf hohen Bahnen wandelnd, ψυχή Ep. ad. 574 (IX, 207).
-
2 ὑψικέλευθος
См. также в других словарях:
υψικέλευθος — ον, αρσ. και ύψικελεύθης, Α αυτός που βαδίζει στα ύψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κέλευθος «οδός, δρόμος» (πρβλ. ἀγχι κέλευθος)] … Dictionary of Greek