Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὑψι-θέων

См. также в других словарях:

  • υψιμέδων — οντος, ὁ, θηλ. ύψιμέδουσα, Α 1. (για τον Δία) αυτός που κυβερνά, που βασιλεύει στα ύψη («ὑψιμέδοντα... θεῶν Ζῆνα», Αριστοφ.) 2. μτφ. (για βουνό) ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + μέδων «κυρίαρχος» (πρβλ. λαο μέδων)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκόπεδος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει δάπεδο από χαλκό («ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πεδος (< πέδον «έδαφος, δάπεδο»), πρβλ. βαθύ πεδος, ὑψί πεδος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»